03 Δεκεμβρίου 2018

Εισήγηση - Απόφαση της συνέλευσης της Κυριακής 02.12.2018



ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΤΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ
ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΙΑ – ΑΝΤΑΡΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΤΡΟΠΗ
Λάρισα, 02.12.2018
           
Η περίοδος η οποία διανύουμε χαρακτηρίζεται από την κλιμάκωση και την επέκταση της άγριας αντιλαϊκής επίθεσης που υλοποιείται σε πολιτικό, οικονομικό και ιδεολογικό επίπεδο από ένα πολύμορφο μωσαϊκό της σύγχρονής αστικής πολιτικής, στο οποίο συμμετέχουν και παίζουν ρόλο τα κόμματα της αστικής πολιτικής, οι υπερεθνικές καπιταλιστικές ολοκληρώσεις (ΕΕ, ΟΟΣΑ, ΝΑΤΟ κτλ.), το μιντιακό κατεστημένο, ΜΚΟ (βλ. ρόλο “Δικτύου ΜΚΟ Θεσσαλίας- Κων. Σκριάπας), εκκλησία (βλ. ρόλο “Μαγνήτων Κιβωτός”), τεχνοκρατικές και επαγγελματικές ενώσεις (βλ. ρόλο “Εταιρίας Θεσσαλικών Μελετών) κ.α. Κύριος και βασικός πυλώνας στήριξης και υλοποίησης της αστικής επίθεσης είναι η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
            Η κυβέρνηση διαφημίζει το «τέλος των μνημονίων», συνεχίζοντας πιο επιθετικά την πολιτική των αντιδραστικών αντεργατικών αναδιαρθρώσεων, πορεία που την καθιστά διαρκώς πιο εχθρική προς το λαό και το μαζικό κίνημα. Εμφανίζεται ως ο «πιο καλός στρατιώτης» του ΝΑΤΟ, της ΕΕ και των ΗΠΑ στην περιοχή, διεκδικώντας μερίδιο από την πίτα, προωθώντας παράλληλα τη δική της ατζέντα, αξιοποιώντας τη δυναμική επανεμφάνιση εθνικιστικών, ακροδεξιών, ρατσιστικών και  φασιστικών αντιλήψεων στο προσκήνιο.
            Το περιεχόμενο της επίθεσης “εμπλουτίζεται” συστηματικά το τελευταίο διάστημα με το ιδεολόγημα της “ανάπτυξης”, και της “παραγωγικής ανασυγκρότησης”, που ουσιαστικά επιχειρεί να θεμελιώσει μέσα από τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις τα στρατηγικά συμφέροντα της αστικής πολιτικής σε όλο το φάσμα της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Ουσιαστικά μετά την υπονόμευση της δυνατότητας της εργαζόμενης πλειοψηφίας να ζει αξιοπρεπώς (μέσω του τσακίσματος των εργασιακών σχέσεων, την εκτίναξη της άμεσης και έμμεσης φορολόγησης, της εξαφάνισης ή ουσιαστικής ιδιωτικοποίησης των κοινωνικών υπηρεσιών και των υπηρεσιών πρόνοιας κ.α) που έλαβε χώρα τα τελευταία χρόνια, η αστική πολιτική γενικεύει την επίθεση, επιχειρεί να κλείσει “ανοιχτούς λογαριασμούς του παρελθόντος” (πχ. Εκπαίδευση ) και να ολοκληρώσει βασικούς μετασχηματισμός τόσο στο επίπεδο της παραγωγής (ιδιωτικοποιήσεις, δημιουργία ειδικών οικονομικών ζωνών για επενδύσεις κτλ.), όσο και στο πεδίο της άσκησης της αστικής πολιτικής (κοινοβουλευτικός ολοκληρωτισμός, αναθεώρηση Καλλικράτη κ.α.).
            Βασικός εταίρος και στρατηγικός σύμμαχός της κυβέρνησης στην υλοποίηση της κυβερνητικής πολιτικής και ιδιαίτερα στο κομμάτι των στρατηγικών μετασχηματισμών στην παραγωγή και την οικονομία σε τοπικό επίπεδο είναι η πλειοψηφία της Περιφέρειας Θεσσαλίας και ο περιφερειάρχης Αγοραστός καθώς και το σύνολο των τοπικών παραγόντων, είτε στα πόστα του τοπικού κράτους είτε ως θεσμικοί-οικονομικοί εκφραστές του κεφαλαίου.
Τα μνημόνια, η δημοσιονομική πειθαρχία και η διαρκής εποπτεία, σε συνδυασμό με την όλο και μεγαλύτερη αναβάθμιση του ρόλου της ΕΕ στην ενοποίηση, ισχυροποίηση και συγκρότηση των τμημάτων της αστικής τάξης που δραστηριοποιούνται στην περιοχή μας, επέβαλλαν τα τελευταία χρόνια νέες κατευθύνσεις στον τρόπο άσκησης πολιτικής στο επίπεδο του τοπικού κράτους και κατ’ επέκταση στη χρηματοδότηση αυτής. Έτσι η τρομακτική μείωση των ΚΑΠ, που ως ένα βαθμό αντιπροσώπευαν την υποχρέωση του κράτους για χρηματοδότηση των κοινωνικών αναγκών σε τοπικό επίπεδο (ανεξάρτητα πως τελικά χρησιμοποιήθηκαν από τους εκφραστές της αστικής πολιτικής), έφερε στο προσκήνιο ως σχεδόν αποκλειστικό χρηματοδότη τα ΕΣΠΑ και μια σειρά άλλα πολιτικοοικονομικά προγράμματα της ΕΕ (Leader, MED, Horizon κτλ.). Η χρήση και η ανάδειξη αυτών  των εργαλείων ως «σωτηρία στην άβυσσο της ανυπαρξίας επενδύσεων και ρευστού» ουσιαστικά αποτέλεσε και αποτελεί το θεμέλιο λίθο για τη δημιουργία ενός άλλου μοντέλου παραγωγής για τις δυνάμεις του κεφαλαίου, ή καλύτερα την ανεύρεση νέων τρόπων χρηματοδότησης των δραστηριοτήτων του καθώς και νέων τρόπων εκμετάλλευσης της θιγόμενης πλειοψηφίας. Το ΕΣΠΑ και τα προγράμματα που το συνοδεύουν και το διανθίζουν καταργεί οριστικά την προσπάθεια (υποτιθέμενη) ανταπόκρισης του τοπικού κράτους στις κοινωνικές ανάγκες και ουσιαστικά το καθιστά σε γραφείο κονδυλίων (με άμεση σχέση πλέον με την επιχειρηματική διαπλοκή) για τις τεχνικές εταιρίες και μια σειρά άλλων τομέων πρώτης κλίμακας της καπιταλιστικής οικονομίας (ιατρικές εταιρίες-εξοπλισμός νοσοκομείων που δεν έχουν όμως ανθρώπους να τα δουλέψουν, εταιρίες Α.Π.Ε, ανακύκλωσης κτλ.). Με αυτό τον τρόπο, αλλά και με τη χρηματοδότηση προγραμμάτων εργασίας με ημερομηνία λήξης (κοινωφελής εργασία κτλ.), εκπαιδευτικών και ερευνητικών προγραμμάτων και προγραμμάτων κοινωνικής επιχειρηματικότητας συμβάλει τα μέγιστα στο πεδίο της πολιτικής αναπαραγωγής της αστικής πολιτικής και κυρίως της σχετικής σταθεροποίησης της ηγεμονίας της ΕΕ.
            Την ίδια στιγμή, το τοπικό κράτος θωρακίζεται ώστε να είναι ακόμα πιο εχθρικό σε βάρος των εργαζομένων και ταυτόχρονα να αποτελεί ευνοϊκό πεδίο αναπαραγωγής του κεφαλαίου σε τοπικό πεδίο. Οι θεσμικές αλλαγές στον χώρο του Τοπικού Κράτους, με την ψήφιση του «Κλεισθένη Ι», στοχεύουν στην «αποτελεσματικότερη και ταχύτερη» πρόσδεση δήμων και περιφερειών με τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα και τους σχεδιασμούς τους, αποτελώντας συνέχεια, «εκσυγχρονισμό» και εμπέδωση όσων εφαρμόστηκαν με τον «Καποδίστρια» και τον «Καλλικράτη». Η ερήμωση εξάλλου της υπαίθρου, έργο του “Καποδίστρια” και του “Καλλικράτη”, αποτελούσε βασικό ζητούμενο τόσο για να προετοιμαστεί το έδαφος και να αμβλυνθούν οι αντιστάσεις σε μια σειρά σχεδιασμών που αφορούσαν το περιβάλλον και  τους ελεύθερους δασικούς χώρους (πχ Α.Π.Ε), όσο και για την διευκόλυνση των εμπορικών συναλλαγών του κεφαλαίου. Οι θεσμικές αλλαγές στοχεύουν λοιπόν, στο βάθεμα του ρόλου των δήμων και περιφερειών ως μακρύ χέρι του κεντρικού κράτους και ως μηχανισμών επιβολής της αντιλαϊκής πολιτικής, της φορομπηξίας, των ιδιωτικοποιήσεων και της εξυπηρέτησης των συμφερόντων του κεφαλαίου και της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Οι περιφέρειες και οι δήμοι ουσιαστικά ολοκληρώνουν τη μετεξέλιξή τους σε επιχειρηματικές δομές, αγοράς και πώλησης υπηρεσιών και κατανομής του προϊόντος της εκμετάλλευσης στα διάφορα επιχειρηματικά κέντρα. Σε αυτή τη διαδικασία δεν υπάρχουν “ευνοϊκές” και “θετικές” διατάξεις. Η θέσπιση της απλής αναλογικής από τον “Κλεισθένη Ι”, αποτελεί μια προσπάθεια εξαγοράς συνειδήσεων και κυρίως δημιουργίας προϋποθέσεων για ευρείες συμμαχίες και ιδιότυπες συγκυβερνήσεις στο πεδίο της γενικής αποδοχής του μνημονιακού κεκτημένου από τις δυνάμεις της αστικής πολιτικής. Στο πεδίο αυτό, οι αυταπάτες για φιλολαϊκή διαχείριση των περιφερειών και των δήμων  το μόνο που μπορούν να δημιουργήσουν είναι τερατουργήματα αντίστοιχα της “αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ”, που θα εκφυλίζουν και θα υπονομεύουν τη λαϊκή πάλη, θα κουτσουρεύουν τη λαϊκή απαιτητικότητα και θα υποτάσσουν τις κοινωνικές ανάγκες στα πλαίσια του “εφικτού” που κάθε φορά θα ορίζεται από τα ΕΣΠΑ, τις συμφωνίες στα πλαίσια της ΕΕ και τις συνθήκες σταθερότητας που θα επιβάλλουν οι “επενδυτές”.
            Στη Θεσσαλία εκδηλώνεται και υλοποιείται αυτή την περίοδο όλο το φάσμα και το πλαίσιο των κεντρικών κατευθύνσεων, τόσο των αντιδραστικών καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, όσο και των μεγάλων “επενδυτικών” πρωτοβουλιών που αποκρυσταλλώνουν την αστική στρατηγική και αλλάζουν τον παραγωγικό και κοινωνικό χάρτη. Η επέκταση της αδειοδότησης της ΑΓΕΤ στον Βόλο (Lafarge) για την καύση σκουπιδιών (RDF, SRF), με τη συμμετοχή κυβέρνησης και τοπικών παραγόντων αποτελεί από τη μία ενσάρκωση των κεντρικών συμφωνιών με μεγάλους επιχειρηματικούς κολοσσούς στο πεδίο της “παραγωγικής ανασυγκρότησης” (COSCO, El Dorado, Πετρελαϊκές εταιρίες κτλ.). Από την άλλη, αποτελεί “πιλοτικό άξονα” στο πλαίσιο διαμόρφωσης “ευνοϊκών επενδυτικών συνθηκών” (υποσκέλιση περιβαλλοντικών όρων, κατακρήμνιση εργατικού κόστους, εξασφάλιση φτηνής ή και δωρεάν ενέργειας, αφορολόγητο κτλ.) και ταυτόχρονα επιχειρηματικοποίησης του τοπικού κράτους μέσω της υλοποίησης της κατεύθυνσης της ΕΕ για τη δημιουργία εργοστασίων επεξεργασίας σκουπιδιών για παραγωγή καυσίμων, στο πλαίσιο της “κυκλικής οικονομίας”.
            Στην ίδια κατεύθυνση εδράζεται και η ιδιωτικοποίηση βασικών κοινωνικών αγαθών και υπηρεσιών. Οι προσπάθειες ιδιωτικοποίησης των νερών του Βόλου και του Πηλίου (με ιδιαίτερο πάλι ρόλο του νέου μοντέλου του επιχειρηματικού τοπικού κράτους), η σταδιακή, πολύμορφη, αλλά σταθερή ιδιωτικοποίηση των εταιριών των σιδηροδρόμων (με τεράστιες συνέπειες για την ποιότητα, την ασφάλεια και το κόστος χρήσης των υπηρεσιών του), τα σχέδια για ΣΔΙΤ στο Λιμάνι του Βόλου, η ιδιωτικοποίηση θάλασσας και αιγιαλού με τις προτάσεις για τη δημιουργία καταδυτικών πάρκων και η αγοραπωλησία νησιών (Αλατάς, συζήτηση για Πρασούδα κτλ.), δημιουργούν ένα τεράστιο μωσαϊκό ξεπουλήματος του δημόσιου πλούτου. Μια κατεύθυνση που κλιμακώνεται με την εκχώρηση 10.119 ακινήτων του δημοσίου στο Υπερταμείο. Ιδιαίτερη πλευρά αποτελεί και η επέκταση των ΒΑΠΕ (αιολικά σε Άγραφα, Πήλιο, Κίσαβο κτλ.) που αναδεικνύεται σε μια πολύ έμμεση ιδιοποίηση και καταστροφή χιλιάδων στρεμμάτων δημόσιων δασών, σε μια κατεύθυνση κρατικά επιχορηγούμενης κερδοφορίας για μεγάλους ντόπιους και ξένους επιχειρηματικούς ομίλους (Μυτιληναίος, Κοπελούζος κτλ.).
            Σημαντική είναι και η αναδιάρθρωση που γίνεται τα τελευταία χρόνια στον αγροτικό τομέα. Η εκτόξευση του κόστους παραγωγής, συνέπεια του καθολικού ελέγχου των αγροτικών εφοδίων από 3-4 μονοπωλιακούς κολοσσούς, η αντιδραστικότερη αλλαγή της ΚΑΠ και ο ουσιαστικός αποκλεισμός από τις επιδοτήσεις των μικρών εργατοαγροτών και αγροτοεργατών, ολοκληρώνει τόσο τη συγκέντρωση των μέσων παραγωγής στα χέρια λίγων και πλουσίων, όσο και συνολικότερα τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις στην ύπαιθρο. Συνέπεια αυτών είναι η αλλαγή συνολικά της εικόνας παραγωγής στον Θεσσαλικό κάμπο. Κυριαρχούν οι επενδύσεις σε νέες πολυδάπανες καλλιέργειες (δενδροκομικές -ξηροί καρποί), η επέκταση της μισθωτής εργασίας με χειρότερους όρους (τομή αποτελεί η σχεδόν καθολική υιοθέτηση του εργόσημου που φορτώνει αποκλειστικά το κόστος ασφάλισης στον εργάτη γης), η συμβολαιακή γεωργία με μεγάλες επιχειρήσεις του αγροτοδιατροφικού φάσματος (“Όλυμπος”, “μύλοι Λούλη”, “Αθηναϊκή ζυθοποιία” κτλ.). Συνέπεια αυτών είναι η θεμελίωση του μοντέλου “αγρότη – επιχειρηματία” που καταργεί βίαια προηγούμενα μοντέλα “αγρότη – καλλιεργητή γης” με τεράστιες κοινωνικές, οικονομικές αλλά και πολιτικές συνέπειες.
            Η “επιχειρηματική αναζήτηση” στην περιοχή της Θεσσαλίας εκδηλώνεται  επίσης στον τομέα του τουρισμού-επισιτισμού με έναν τεράστιο οικονομικό κύκλο γύρο απο ξενοδοχεία, παντός είδους χώρους εστίασης κτλ. (με τους εκπροσώπους του κλάδου να διεκδικούν και να κατέχουν σε πολλές περιπτώσεις επιτελικές θέσεις στην πολιτική σκηνή), στην κατασκευή (δημόσια έργα-σχέση με ΕΣΠΑ, οδικοί άξονες-Ε65), στην ιδιωτική υγεία (κέντρο συσσώρευσης ιδιωτικών ιατρικών κέντρων η Λάρισα με πρόεδρο του συνδέσμου βιομηχανιών Θεσσαλίας από τον συγκεκριμένο κλάδο), στο μέταλλο (Μυτιληναίος – με συμβάσεις που αφορούν και τον στρατό) και σε στο πολλαπλό φάσμα “επενδυτικών προϊόντων” που περνάει μέσα από το σύγχρονο επιχειρηματικό πανεπιστήμιο και συγκεκριμένα το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας (ερευνητικά προγράμματα, μελέτες έργων κτλ.).
            Τη στιγμή που μια σειρά μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων γιγαντώνουν τα κέρδη τους, οι συνθήκες διαβίωσης για την εργαζόμενη πλειοψηφία γίνονται όλο και δυσκολότερες. Το κλείσιμο μεγάλων παραγωγικών μονάδων τα τελευταία χρόνια (Coca Cola, ΙΜΑΣ ΑΕ, ΒΙΣ κτλ.), πέρα από τους χιλιάδες εργαζόμενους που έστειλε στην ανεργία, άλλαξε συνολικά την ανθρωπογεωγραφία και τον τρόπο ένταξης στην αγορά εργασίας σε μεγάλο βαθμό. Στα εργοστάσια κυριαρχούν οι εργολαβικοί εργαζόμενοι. Στις νεότερες γενιές επικρατούν οι δουλειές μέσω των προγραμμάτων ανακύκλωσης της ανεργίας (“Κοινωφελής εργασία” κτλ.), η εργασία στον χώρο της εστίασης (ντελίβερι, σερβιτόροι κτλ.) και κυρίως η αναμονή επί μακρόν στις λίστες της ανεργίας (οι νομοί της Θεσσαλίας είναι από τους πρώτους στους δείκτες ανεργίας). Στο πεδίο αυτό αυταρχικοποιείται και το πλαίσιο εντός των εργασιακών χώρων. Η συνδικαλιστική δράση στον ιδιωτικό τομέα τείνει να περάσει στα όρια της παρανομίας. Ο εργοδοτικός, κυβερνητικός συνδικαλισμός με εντελώς εξόφθαλμο και ξεδιάντροπο τρόπο προωθεί τις πλέον απάνθρωπες βλέψεις του κεφαλαίου (ΑΓΕΤ). Τα εργατικά ατυχήματα πολλαπλασιάζονται (πάνω από 10 θανατηφόρα τα τελευταία 3 χρόνια στη Θεσσαλία) σε ένα περιβάλλον που η αξία της ζωής φτηναίνει επικίνδυνα στο βωμό της κερδοφορίας.
            Από τα παραπάνω προκύπτει πως η εξειδίκευση της αστικής πολιτικής στην περιοχή, ανοίγει μια σειρά κρίσιμα μέτωπα πάλης. Βασικός πολιτικός στόχος για την περίοδο είναι η δημιουργία ενός ρεύματος εργατικής αντικυβερνητικής πάλης και αντιπολίτευσης που θα στοχοποιεί τόσο τους εκφραστές (πολιτικούς και οικονομικούς) των σχεδιασμών του κεφαλαίου, όσο και τον πυρήνα συγκρότησης της ίδιας της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Η δημιουργία ενός τέτοιου ρεύματος αποτελεί βασική προϋπόθεση για τη δημιουργία αναχωμάτων και ανασχέσεων στις ερπύστριες των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, είναι όρος για να μπορέσει η εργαζόμενη πλειοψηφία να επιτύχει κατακτήσεις και να ανατρέψει αντιλαϊκά σχέδια σε τοπικό ή κεντρικό επίπεδο (βλ. πλειστηριασμούς, καύση σκουπιδιών, ιδιωτικοποιήσεις φυσικών αγαθών κτλ.) και τελικά δρόμος για μια ουσιαστική ρήξη και σύγκρουση με τις βασικές επιταγές κυβέρνησης-ΕΕ-εργοδοσίας με αντικαπιταλιστικά και εργατικά χαρακτηριστικά. Ακριβώς για αυτό,  η παρέμβασή μας θέλουμε να έχει το χαρακτήρα της αποσταθεροποίησης της σταθερότητας που επιδιώκει τόσο η κυβέρνηση, όσο και οι φορείς της τοπικής διοίκησης.
            Η ύπαρξη και την παρέμβαση της “Αριστερής Παρέμβασης στη Θεσσαλία” εδώ και περίπου 9 χρόνια αποτελεί ένα θετικό βήμα. Στο νέο πολιτικό σκηνικό που έχουμε να αντιμετωπίσουμε ενόψει και των εκλογών του Μαΐου υπάρχει ανάγκη σοβαρού επανεξοπλισμού, προκειμένου να ανταποκριθούμε στις υπαρκτές δυνατότητες.
            Όλα αυτά τα χρόνια η παρέμβασή μας συγκροτήθηκε γύρω από 4 βασικούς πυλώνες. Πρώτον την αντίληψή μας για το στρατηγικό ρόλο που παίζει η ΕΕ στη συγκρότηση της σύγχρονης αστικής πολιτικής, άρα και την ανάγκη σύγκρουσης με τα ιερά και τα όσια αυτής, ως βασική προϋπόθεσης μιας παρέμβασης που να μπορεί να εξηγεί τις κινήσεις του αντίπαλου στρατοπέδου και να καταφέρει πλήγματα σε βασικούς πυλώνες του σχεδίου του, προκειμένου να μπορέσουν να ανοίξουν δρόμοι στο πεδίο κατάκτησης όρων αξιοπρεπούς διαβίωσης για την κοινωνική πλειοψηφία. Δεύτερον την ψηλάφηση και την περιγραφή των βασικών αναγκών των εργαζομένων και την αναγκαία σύγκρουση που πρέπει να υπάρχει με το καπιταλιστικό οικοδόμημα προκειμένου να υλοποιηθούν στη βάση ενός προγράμματος ρήξης και ανατροπής με κατεύθυνση τη θεμελίωση μιας άλλης κοινωνίας. Τρίτον μια αντιδιαχειριστική και τελικά αντιθεσμική αντίληψη που δεν επιδιώκει να γίνει η αριστερή εκδοχή στο ευρύτερο κάδρο της αστικής συνέχειας, αλλά να αναδείξει μια άλλη μεθοδολογία, τόσο στις μορφές όσο και την κατεύθυνση των διεκδικήσεων, προκειμένου ο λαός με τα δικά του όργανα επιβολής της θέλησής του να απαντά στις ανάγκες του όχι με βάση το καπιταλιστικά εφικτό, αλλά το κοινωνικά αναγκαίο. Τέταρτον την ίδια τη δυνατότητα των πολύμορφων κινημάτων να καθορίζουν τα ίδια τη συζήτηση όσο και να παρεμβαίνουν στις αποφάσεις των θεσμικών οργάνων, σε μια κατεύθυνση τελικά κατάργησης του ρόλου τους και διεκδίκησης με όρους πολιτικού εκβιασμού.
            Στη βάση αυτή εκτιμάμε πως κατορθώσαμε σε μεγάλο βαθμό να υπηρετήσουμε τους στόχους που θέσαμε, διαμορφώνοντας ένα ρεύμα μαχητικής αντιπολίτευσης εντός και εκτός του περιφερειακού συμβουλίου, που στο μέτρο των δυνατοτήτων μας ταράξαμε αρκετές φορές τα ήρεμα νερά της συναίνεσης των συμβουλίων. Κορυφαίες στιγμές σε αυτή την πορεία από τις εκλογές του 2014 ήταν η πολιτική σύγκρουση στην τελετή ορκωμοσίας του περιφερειακού συμβουλίου, το μπλοκάρισμα της δημιουργίας καταδυτικών πάρκων και της ιδιωτικοποίησης του αιγιαλού και της θάλασσας με την καθοριστική βοήθεια στην παρέμβαση των ψαράδων και των τοπικών κοινωνιών, η αντιπαράθεση και το ψήφισμα για τους διωκόμενους από τους εργολάβους του νοσοκομείου Τρικάλων, η αντιπαράθεσή μας με τη ΧΑ καθώς και η ανάδειξη μιας σειράς κρίσιμων κοινωνικών ζητημάτων (κλείσιμο εργοστασίων,  ιδιωτικοποίηση εταιριών σιδηροδρόμων, περιβαλλοντικό έγκλημα ΑΓΕΤ μεταναστευτικό, ΕΛΓΑ, δίωξη 5 φοιτητών από ιταλικές αρχές, ζητήματα φοιτητών και μαθητών, πρωτοβουλίες στο αντιφασιστικό και αντιπολεμικό κίνημα κ.α.).
            Το επόμενο διάστημα τόσο οι θεσμικές αλλαγές στον χώρο του τοπικού κράτους, όσο και η αυξανόμενη κοινωνική καταβαράθρωση σε συνδυασμό με τις κεντρικές πολιτικές εξελίξεις που είναι πιθανό να μεσολαβήσουν θα δημιουργήσουν ένα περιβάλλον αυξημένων απαιτήσεων για την παρέμβασή μας. Σε αυτό το πλαίσιο βασικές κατευθύνσεις επανεξοπλισμού της Αριστερής Παρέμβασης είναι:
α) Η βαθύτερη επεξεργασία του προγράμματος που καταθέσαμε στις προηγούμενες περιφερειακές εκλογές και του πολιτικού κεκτημένου της παρέμβασής μας, για την ενίσχυση του αντικαπιταλιστικού-αντιδιαχειριστικού χαρακτήρα της κίνησης. Είναι ανάγκη να κάνουμε μια τομή και από το επίπεδο περιγραφής των κριτηρίων της ρήξης με την αστική πολιτική να μπούμε στο πεδίο σκιαγράφησης των όρων που θέλουμε να ζει η εργαζόμενη πλειοψηφία. Να περιγράψουμε τελικά την υλική και κοινωνική βάση της πολιτικής μας πρότασης. δίνοντας συγκεκριμένο τόνο και μορφή στην αντικαπιταλιστική πολιτική. Η παρέμβασή μας όλα τα προηγούμενα χρόνια σε όλα τα βασικά μέτωπα της περιόδου, αλλά και η αυτοτελής ανάδειξη κορυφαίων κοινωνικών ζητημάτων αποτελεί ένα κεφάλαιο που μπορούμε και πρέπει να αξιοποιήσουμε για τη διαμόρφωση μιας χάρτας αναγκών και δικαιωμάτων  για την εργαζόμενη πλειοψηφία στο πεδίο της εργασίας, της υγείας, της παιδείας, της διατροφής και του περιβάλλοντος. Μακριά από λογικές “εφικτών” και “ρεαλιστικών” στόχων στο πλαίσιο της καπιταλιστικής σταθερότητας, πρέπει να παλέψουμε το ρεαλισμό μιας αξιοβίωτης ζωής για τους ανθρώπους του μόχθου, που δεν μπορεί παρά να είναι προϊόν σύγκρουσης με τις δυνάμεις του κεφαλαίου. Η πρόταση μας και οι στόχοι πάλης, δεν απευθύνονται, ούτε υποτάσσονται στους συσχετισμούς των οργάνων άσκησης της αστικής πολιτικής. Απευθύνονται στον κόσμο της εργαζόμενης πλειοψηφίας, τους ανέργους και τη νεολαία, που η αγωνιστική του πάλη και η ανάδειξη θεσμών επιβολής της λαϊκής θέλησης μπορεί να δημιουργήσει ρήγματα στην αστική πολιτική και να επιβάλλει αναγκαίες κατακτήσεις.
β) Ενοποίηση της πολύμορφης κοινωνικής, εργατικής και συνδικαλιστικής παρέμβασης στην περιοχή με τη δουλειά της Αριστερής Παρέμβασης. Ένταξη στην Αριστερή Παρέμβαση των αγωνιστών και των ρεύματα με τα οποία παλεύουμε πλάι πλάι στο δόμο και στους αγώνες με βάση το κεκτημένο της παρέμβασής μας και τη θετική ενίσχυση των πολιτικών και προγραμματικών μας επεξεργασιών. Επιδιώκουμε διεύρυνση με αγωνιστές που βρισκόμαστε μαζί στο κίνημα και στην πτέρυγα με κριτήριο την προγραμματική συμφωνία και τη συμφωνία στη δράση του σχήματος. Στο πλαίσιο αυτό η δράση, οι πολιτικοί στόχοι, αλλά και η φυσιογνωμία του ΚΚΕ και της ΛΑΕ δεν δημιουργούν προϋποθέσεις για πολιτική συνεργασία με τις εν λόγω δυνάμεις. Από τη μία η υποτίμηση ανατρεπτικών αγώνων και στόχων και η υιοθέτηση μιας άνευρης καταγγελιολογίας από την πλευρά του ΚΚΕ, σε συνδυασμό με την αποδοχή και στήριξη μέρους των κατευθύνσεων της αστικής πολιτικής, στη βάση μιας ποσοτικής αντίληψης τόσο για τα έργα όσο και για τα κοινωνικά προβλήματα (Αχελώος, προτάσεις για αποζημιώσεις και ένταξη έργων στο ΕΣΠΑ, ψήφιση κονδυλίων 4.000.000 για μητρόπολη Καρδίτσας – Θεσσαλιώτιδος κτλ.), αποτελούν ένα μείγμα πολιτικής που έχει ενσωματώσει την ήττα και κινείται αποκλειστικά στην αναπαραγωγή και διατήρηση των κοινοβουλευτικών συσχετισμών. Με έναν τρόπο αποτελεί τον άλλο πόλο της διαχείρισης των πεδίων αναπαραγωγής της αστικής πολιτικής και όχι της υπέρβασης της.  Όσον αφορά τη ΛΑΕ, η συνέχεια διατήρησης του κοινού σχήματος ΣΥΡΙΖΑ-ΛΑΕ (όπως και στην πλειοψηφία των περιφερειών και δήμων της χώρας), καθώς και η συνύπαρξη με εκπρόσωπο του υπερταμείου (Σταμπουλή), βασικού κρίκου του κυβερνητικού σχεδίου, αποτελεί σημείο της φυσιογνωμίας της διαχείρισης και της ημιτελούς διάρρηξης των σχέσεων με το σχέδιο που συγκρότησε και έκανε κυβέρνηση τον ΣΥΡΙΖΑ. Από την άλλη η ενσωμάτωσης πλευρών της εθνικιστικής ρητορείας του τελευταίου διαστήματος αποτελεί μια επικίνδυνη τακτική υποβάθμισης των εργατικών συμφερόντων και πρόσδεσης στο άρμα των ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών, που τροφοδοτεί τους σχεδιασμούς ΝΑΤΟ κυβέρνησης κεφαλαίου.
γ) Δημιουργία γραμματείας της Αριστερής παρέμβασης, με συντονιστικό ρόλο, που θα επιχειρήσει να διακλαδώσει πιο συστηματικά τη δουλειά μας με όλο το δυναμικό μας και στους 4 νομούς.
ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΙΑ – ΑΝΤΑΡΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΤΡΟΠΗ


Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *