Στη Θεσσαλία, αλλά και σ’ όλη την Ελλάδα υπάρχει ένα σημαντικό τμήμα συμπατριωτών μας που από πολλούς αιώνες ζουν, εργάζονται, κινούνται δίπλα μας. Συνειδητά ή ασυνείδητα κάνουμε πως δεν τους βλέπουμε, τους προσπερνάμε αδιαφορώντας και όχι σπάνια τους στιγματίζουμε με στερεότυπους χαρακτηρισμούς.
Αυτή η συμπεριφορά των μπαλαμών κάνει τους ρομά και τις ρομνές να απομονώνονται περισσότερο και να θωρακίζονται με τους «δικούς τους» ανθρώπους, αλλά και με τους «δικούς τους» ιδιαίτερους κανόνες που τους κράτησαν ζωντανούς και συμπαγείς για αιώνες.
Ποιοι είναι αυτοί που θέλουν να διατηρούν τμήματα του πληθυσμού σε τέτοια επίπεδα; Είναι αυτοί που κάνουν «βρώμικες μπίζνες», που θέλουν αγράμματους ανθρώπους που να άγονται και να φέρονται, είναι αυτοί που θέλουν φτηνά εργατικά χέρια και χέρια για δουλειές «παρακατιανές». Αυτό δεν είναι άλλο παρά το δικό μας αστικό σύστημα που χωρίζει τους ανθρώπους σε κατηγορίες, απαξιώνοντας την προσωπικότητα, απομονώνοντας τον καθένα, απομακρύνοντας από την συλλογικότητα, έτσι ώστε να τον εξουδετερώνει εύκολα.
Ο μόνος δρόμος για ν’ αλλάξει η κατάσταση είναι η πάλη των ίδιων των ρομά πρώτ’ απ’ όλα και παράλληλα να βρει τον βηματισμό του αντάμα με το υπόλοιπο Κοινωνικό Κίνημα ώστε ν’ αποτελέσει ένα πολιορκητικό κριό που να γκρεμίζει τα τείχη της απομόνωσης και της απαξίωσης.
Ιδιαίτερη χαρά μας είναι που φιλοξενούμε το παρακάτω άρθρο του πανεπιστημιακού Σπύρου Μαρκέτου που πρωτοπορεί και συνεργάζεται με συλλογικότητες των ρομά, συμβάλλοντας στην αφύπνιση όλων.
ΘΕΣΣΑΛΙΑ στους ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ
Το κείμενο γράφτηκε τον Φλεβάρη του 2021 και δημοσιεύτηκε στο Τρίτο Τεύχος της επιθεώρησης Η Θεσσαλία στους Κοινωνικούς Αγώνες (2021). Ο διαδικτυακος συνδεσμος τουτης της αναρτησης εδω: https://bit.ly/33f6pla . Παραπομπη: Σπύρος Μαρκέτος, "Έλληνες ρομά. Πολιτικοί δρόμοι διεκδίκησης σε ιστορική προοπτική", Η Θεσσαλία στους Κοινωνικούς Αγώνες, τ.3, Λάρισα 2021, σ.97-115.
Περιεχόμενα
Ποιοί και πόσοι είναι οι ρομά;
Ρεαλιστική οπτική και ανθρωπιστική παιδεία
Θα βελτιωθεί η θέση των ρομά ενώ οι πολλοί φτωχαίνουν;
Αρκεί να κατακτηθούν δικαιώματα;
Δίκαιο και δύναμη
Πού βρίσκουν δυναμη οι αδύναμοι;
Ρομά, γύφτοι, τσιγγάνοι
Τι σημαίνουν τα ονόματα;
Μειονότητα;
Κομάτι του ελληνικού λαού
Αντιρομανισμός και ρομανική ενότητα
Τα διλήμματα της πολιτικής οργάνωσης
Ρομνές
Εν κατακλείδι
Χρήσιμη βιβλιογραφία
Ποιοι και πόσοι είναι οι ρομά;
Η σημερινή πραγματικότητα θέτει σκληρά ερωτήματα σ’ όλους και όλες μας, αλλ’ ακόμη περισσότερο στις ρομνές και τους ρομά. Δυστυχώς το χάσμα μεταξύ των ρομά και των υπόλοιπων ελλήνων τα τελευταία χρονια αντι να μικραίνει μεγαλώνει, παρ’ όλες τις προσπάθειες γεφύρωσης που γίνονται. Οι αρνητικές διακρίσεις που αντιμετωπίζουν με βάση την καταγωγή και τον πολιτισμό, συχνά και την όψη, αλληλοενισχύονται με άλλες διακρίσεις που έχουν να κάνουν με την κοινωνική τάξη και το φύλο. Είναι οι περισσότεροι φτωχοί, ή και βρίσκονται στο περιθώριο της ελληνικής κοινωνίας, ενώ οι γυναίκες έχουν φορτίο ακόμη βαρύτερο.
Είναι λαός που ο κεντρικός του πυρήνας ήρθε από την Ινδία στη βυζαντινή Μικρά Ασία πριν από χίλια χρόνια περίπου, κατόπιν εξαπλώθηκε στον ελληνικό και το βαλκανικό χώρο, ενώ εδώ και καμιά εξακοσαριά χρόνια συνέχισε το ταξίδι του προς όλες τις χώρες της Ευρώπης. Στη διασπορά περιστασιακά αναμείχθηκε με κάθε λογής άλλους πληθυσμούς, ενώ στην κουλτούρα και τη γλώσσα του οι ισχυρότερες επιρροές, μετά τις ινδικές, είναι οι ελληνικές. Στην Ελλάδα συχνά ονομάζονται από τους άλλους τσιγγάνοι ή γύφτοι, ενώ στη δική τους γλώσσα ρομά (στον πληθυντικό, αλλά στον ενικό είναι ο ρομ και η ρομνή, και πληθυντικός θηλυκού οι ρομνές).
Κανείς δεν γνωρίζει πόσοι ρομά και ρομνές ζουν σημερα στην Ελλάδα. Απουσιάζουν τα σαφή κριτήρια χαρακτηρισμού όσο και οι επίσημες στατιστικές, εν μέρει επειδή το ελληνικό κράτος φοβάται μην τυχόν οι ρομά διεκδικήσουν τα διεθνώς αναγνωρισμένα δικαιώματα μειονότητας. Μια πανευρωπαϊκή εκτίμηση του 1992 υπολόγιζε ότι υπήρχαν 160.000 ως 200.000 ρομά και ρομνές στην Ελλάδα, σ’ έναν ευρωπαϊκό πληθυσμό εφτά ως οχτώμιση εκατομμυρίων (Jean-Pierre Liegeois, Nicolae Gheorghe, Minority Rights Group Report, Roma/Gypsies. A European Minority, μετάφραση από τα γαλλικά Sinéad ni Shuinéar, Minority Rights Group International, Λονδίνο 1995, σ.7). Το Ελληνικό Παρατηρητήριο του Ελσίνκι μιλά για 300-350.000, ενώ το ελληνικό κράτος άλλοτε τους περιορίζει γύρω στις 200.000 (Λένα Διβάνη, “H κατάσταση των Τσιγγάνων στην Ελλάδα”, Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Αθήνα χ.χ. [2001]) και άλλοτε αναφέρει ακόμη μικρότερους αριθμούς χωρίς όμως να δημοσιεύει αναλυτικά στοιχεία. Πιο εύλογος απ’ όλους, αλλά και πάλι υποθετικός, μοιάζει να είναι ο αριθμός 250.000-300.000, στον οποίο καταλήγουν αρκετοί μελετητές (βλ. ενδεικτικά Άννα Λυδάκη (επιμ.), Ρομά. Πρόσωπα πίσω από τα στερεότυπα, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2013, σ. 31). Η Θεσσαλία είναι μια από τις περιοχές που έχουν αξιόλογο πληθυσμό ρομά, με σημαντικά κέντρα όπως Λάρισα, Βόλο, Καρδίτσα, Σοφάδες, Τρίκαλα, Τύρναβο, Φάρσαλα, Γιάννουλη και άλλα.
Μολονότι οι ρομά είναι από χίλια χρόνια κομάτι του ελληνικού πληθυσμού, και καθημερινά συναναστρέφονται τους υπόλοιπους έλληνες στην πραγματική ζωή, συχνά τους σκεφτόμαστε μέσα από ισχυρά εχθρικά στερεότυπα και παραπλανητικές περιγραφές των μέσων ενημέρωσης. Μια αύρα μυστηρίου συντηρεί τον διαχωρισμό, καθώς η ιστορία τους, οι διωγμοί και ακόμη και η γενοκτονία που υπέφεραν από τους Ναζί παραμένουν άγνωστα στο ευρύ κοινό, καθώς και ο τρόπος ζωής τους. Ωστόσο είναι γνωστά στους ειδικούς, κι έτυχε να ήταν έλληνες δυο πρωτοπόροι στην επιστημονική μελέτη των ρομά, ο Αλέξανδρος Πασπάτης στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα και ο Γεώργιος Σούλης στα μέσα του εικοστού. Πολλά έχουν γραφτεί γι’ αυτούς, αλλά μια συναρπαστική εισαγωγή στη ζωή και την ιστορία τους, και συνάμα το καλύτερο συνοπτικό έργο που έχουμε σήμερα στα ελληνικά, είναι το Ian Hancock, Είμαστε ο λαός των ρομά, μετάφραση Παρασκευή Νεοκοσμίδου, Τόπος, Αθήνα 2020 [2002]. Από μαρξιστική σκοπιά έχουμε τις αξιόλογες αναλύσεις του Δημήτρη Ντούσα (πιο πρόσφατη, Η πολιτική οικονομία του παγκόσμιου αντιτσιγγανικού απαρτχάιντ. Τα ιστορικά αίτια της ξεχωριστής φυλετικής ανάπτυξης των Rom και οι διεθνείς προοπτικές τους, ΚΨΜ, Αθήνα 2020).
Δεν λείπουν οι ταξικές διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό των ρομά. Υπάρχουν κάποιοι εύποροι (μολονότι δεν ανήκουν στην κυρίαρχη τάξη της χώρας μας) ενώ λίγοι θα μπορούσαν και να χαρακτηρίζονταν καπιταλιστές, αλλά γενικά οι έλληνες ρομά ανήκουν στην εργατική τάξη. Δίπλα στην οικονομική εκμετάλλευση που υφίστανται με κάθε λογής τρόπους δέχονται και ρατσιστική καταπίεση, μάλιστα συχνά αντιμετωπίζουν θεσμικό ρατσισμό και συστημική βία πολύ εντονότερη από κείνη που πλήττει τον υπόλοιπο λαό.
Για παράδειγμα, στη διάρκεια της καραντίνας του 2020 η αστυνομία εισέβαλε στον καταυλισμό της Αγίας Σοφίας, έξω από τη Θεσσαλονίκη, βγάζοντας τις οικογένειες έξω από τα σπίτια τους και ρίχνοντας πρόστιμα σε όσους … δεν φορούσαν μάσκες όταν άνοιγαν την πόρτα. Το 2013 οι χιτλερικοί της Χρυσής Αυγής οργάνωσαν, ανενόχλητοι από την αστυνομία και ατιμώρητοι από τη δικαιοσύνη, τριήμερο πογκρόμ σε καταυλισμό έξω από τη Νάουσα, δέρνοντας γυναικόπαιδα και καίγοντας σπίτια και αυτοκίνητα. Συχνά οι φόνοι ρομά από μπαλαμούς, δηλαδή ανθρώπους που δεν είναι ρομά, μένουν πρακτικά ατιμώρητοι. Αναρίθμητα παραδείγματα δείχνουν ότι για τους ρομά στη σημερινή Ελλάδα δεν υπάρχουν κράτος δικαίου ούτε ισονομία, πόσω μάλλον δημοκρατία, ενώ η κατάσταση στις γειτονικές χώρες είναι χειρότερη, αλλά και στον πλούσιο πυρήνα της Ευρώπης ελάχιστα είναι καλύτερη.
Στις σελίδες που ακολουθούν αναφέρομαι συνοπτικά στα ζητήματα πολιτικής στρατηγικής που αντιμετωπίζουν σήμερα οι ρομά της χώρας μας. Θέτοντας ερωτήματα μάλλον παρά διατυπώνοντας απαντήσεις, αρχικά εκθέτω τη ρεαλιστική οπτική από την οποία προσεγγίζω το ζήτημα. Στη συνέχεια σκιαγραφώ το ευρύτερο πλαίσιο των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν σήμερα οι ρομά μέσα στον κοινό μας κόσμο, μπαλαμών και ρομά, τονίζοντας πως αναπόφευκτα τους πλήττει η κοινωνική πόλωση που εντείνεται τις τελευταίες δεκαετίες, η οποία αποκλείεται ν’ αντισταθμιστεί από προστατευτικά μέτρα. Στη συνέχεια αντιπαραθέτω την επαγγελία αφηρημένων δικαιωμάτων, η οποία χαρακτηρίζει συνήθως τις φιλελεύθερες προσεγγίσεις, με τη στοχοθετημένη πάλη γι’ απόκτηση δυναμης μέσα από τη συλλογική οργάνωση, που συχνά αποδεικνύεται πιο αποτελεσματική. Συνδέω λοιπόν την απόκτηση πολιτικής γνώσης και την πολιτική αρετή με τους τρόπους με τους οποίους δυναμώνουν οι αδύναμοι. Έπειτα συζητώ την ιστορία και τις πολιτικές προεκτάσεις των διάφορων ονομασιών που έχουν προταθεί για τους έλληνες ρομά, καθώς και τις ενδεχόμενες (αρνητικές κατά τη γνώμη μου) συνέπειες της επιζήτησης μειονοτικής ταυτότητας. Καταλήγοντας θέτω ερωτήματα για το πώς θα μπορούσαν οι ρομά να κινηθούν προς την εξασφάλιση συλλογικής οργάνωσης αποτελεσματικής και αξιόπιστης. Σε τέτοια ζητήματα τις θεωρητικές απαντήσεις βεβαίως τις δίνουν αναλυτές και διανοούμενοι, αλλά τις πραγματικές θα τις δώσουν με την πράξη τους οι ίδιοι οι ρομά και οι ρομνές.
Προσπαθώ λοιπόν εδώ να δώσω ιστορική προοπτική σε καταστάσεις που όλοι και όλες βιώνουμε, και σ’ αγώνες που όλες και όλους μας συνεγείρουν, μιλώντας από τη σκοπιά ενός ιστορικού και νομικού με πολιτική και κοινωνικη συνείδηση, που είναι σύμμαχος των ρομά μολονότι ο ίδιος δεν είναι ρομ - με την έννοια της ανατροφής δηλαδή και της κοινωνικής θέσης, γιατι με την έννοια της καταγωγής άραγε ποιός απ’ όλους τους μπαλαμούς της Ελλάδας είναι σίγουρος ότι δεν έχει και αυτός ρομά προγόνους; Πιο συγκεκριμένα μιλώ από τη σκοπιά ενός ιστορικού των ιδεων της πολιτικής και κοινωνικης ζωής, εκπαιδευμένου να διακρίνει πώς εκτυλίσσονται σε βάθος χρόνου οι πολιτικές και κοινωνικές μάχες, οι οποίες βεβαίως και στη δική μας εποχή κάθε άλλο παρά έπαψαν, αλλά και πώς χτίζονται τα στρατόπεδα που δίνουν αυτές τις μάχες και πώς οργανώνουν τις δυνάμεις τους. Το κάνω αυτό από τη σκοπιά της ρεαλιστικης ιστορικής αναλυσης, πρωτοπόρος της οποίας ήταν ο Καρλ Μαρξ, που επέμενε ν’ αναλύουμε τον κοσμο με βάση πραγματικά συμφέροντα και δεδομένα, και όχι ηθικολογίες ή ευσεβείς πόθους.
Ρεαλιστική οπτική και ανθρωπιστική παιδεία
Η ρεαλιστική οπτική είναι μια μόνον από τις πολλές από τις οποίες αναλύεται ο κόσμος μας. Είναι θεμιτό και μάλιστα απαραίτητο να προσεγγίζουμε τη ζωή μας από πολλές σκοπιές, καθώς στην πραγματικότητα αυτές συχνά αλληλοσυμπληρώνονται. Πρέπει να γνωρίζουμε ποιά ανάλυση είναι κάθε φορά κατάλληλη για τους σκοπούς μας. Αν λόγου χάρη θέλουμε να κερδίσουμε μια δίκη, τότε δεν ωφελεί να αραδιάζουμε γενικότητες, οφείλουμε να μιλήσουμε νομικά. Ωστόσο όταν θέλουμε να στοχαστούμε συνολικά, τότε οι τεχνικές λεπτομέρειες και οι επιμέρους όψεις είναι βεβαίως απαραίτητες και μας βοηθούν, αλλά δεν είναι αρκετές. Τότε ακριβώς πιστεύω ότι μας χρειάζεται η ρεαλιστική πολιτική και ιστορική προσέγγιση.
Αν τα πολιτικά προβλήματα επιδέχονταν τεχνική λύση, όπως λόγου χάρη το αυτοκίνητο που παύει να δουλεύει και ο μηχανικός το διορθώνει, τότε θα είχαν λυθεί προ πολλού. Τίποτε τέτοιο δεν συμβαίνει όμως. Γι’ αυτόν το λόγο σε κάθε κοινωνία οι άρχουσες τάξεις συνήθως δεν εκπαιδεύουν τα δικά τους παιδιά σε συγκεκριμένες τέχνες ή επιστήμες, αλλά τους παρέχουν αυτό που λέμε ανθρωπιστική παιδεία. Δίνοντας έμφαση στο σύνολο και στις ολιστικές προσεγγίσεις, και στηριγμένη στη γνώση των κλασικών, αυτή μας μαθαίνει κυρίως πώς να κρίνουμε περίπλοκα ζητήματα τα οποία δεν επιδέχονται απλή ποσοτικοποίηση, αλλά και πώς να επιβάλλουμε πρακτικά αυτό που αποφασίζουμε. Και γι’ αυτό πάντοτε παίρνει υπόψη της τα μεγάλα συστήματα σχέσεων που ορίζουν τη δική μας ζωή και ολόκληρης της ανθρωπότητας, μάλιστα δεν το κάνουν μονάχα σήμερα αλλά έχουν μεγάλο ιστορικό βάθος. Ο καπιταλισμός και η πατριαρχία είναι δυο βασικά τέτοια συστήματα σχέσεων που ορίζουν τον κόσμο μας συνολικά, αλλά και στις επιμέρους όψεις του.
Στον κόσμο μας ο καπιταλισμός και η πατριαρχία αμφισβητούνται βαθειά, αλλά συνεχίζουν να κυριαρχούν, κι έτσι οι φραγμοί διαρκώς σκληραίνουν και τα τείχη ψηλώνουν. Η ανισότητα εντείνεται ολοένα χειρότερα στην τωρινή οικονομική κρίση και πανδημία. Ο κόσμος μας είναι κόσμος λαϊκής κινητοποίησης και θαυμαστών επιστημονικών και τεχνικών προόδων, αλλ’ όχι συνολικής προόδου. Χάρη στην εκπληκτική σήμερα και αυξανόμενη παραγωγικότητα της εργασίας, όλοι και όλες θα μπορούσαμε να ζούμε μέσα στην αφθονία και χωρίς κόπο, ωστόσο ζούμε μέσα στη φτώχεια και στην πίεση. Όχι επειδή δεν γίνεται να ζήσουμε καλύτερα, αλλά επειδή είμαστε σκλάβοι του κεφαλαίου. Ως πρόσφατα κάθε γενιά πίστευε ότι προχωρούσε περισσότερο στο δρόμο της προόδου, κάτι που είναι πρώτα πρώτα θεμελιώδης πεποίθηση του φιλελευθερισμού. Στην πραγματικότητα όμως πρόοδος γενικά δεν υπάρχει. Υπάρχει τεχνική πρόοδος σε συγκεκριμένους τομείς, υπάρχει τεράστια βελτίωση της παραγωγικότας και οικονομικός πλουτισμός για μικρό κομάτι της κοινωνίας στις πιο εύπορες χώρες, αλλά δεν υπάρχει σε όλα πρόοδος, ούτε για όλες και όλους.
Η οικονομική ανισότητα σήμερα είναι χειρότερη παρά τον καιρό της Γαλλικής και της Ελληνικής Επανάστασης. Η παραγωγικότητα μεγαλώνει και πλούτος παράγεται περισσότερος παρά ποτέ, αλλά συνάμα περισσότερο παρά ποτέ εξαπλώνονται και η φτώχεια και η πείνα. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΗΕ και του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, ποτέ άλλοτε στην ιστορία δεν κοιμούνταν κάθε βράδυ πεινασμένοι τόσο πολλοί άνθρωποι. Παγκόσμια οι άνθρωποι που πεινούν αυξάνουν σταθερά την τελευταία δεκαετία. Μολονότι παράγεται τροφή υπεραρκετή για να τραφεί ο παγκόσμιος πληθυσμός, αυτήν τη στιγμή τουλάχιστον εφτακόσια εκατομμύρια άνθρωποι πεινούν, ενώ το 2019 υποσιτίζονταν εξήντα εκατομμύρια περισσότεροι παρά το 2014. Οι γυναίκες πεινούν περισσότερο από τους άντρες, δυο δισεκατομμύρια από εμάς ζούνε χωρίς διατροφική ασφάλεια, και ακομη και στις πλούσιες χώρες της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής το 8% του πληθυσμού δεν έχει σταθερή πρόσβαση σε τροφή. Μιλάμε εδώ για ποσοστά προ πανδημίας, ασφαλώς τα σημερινά είναι πολύ ψηλότερα. Μεταξύ αυτών των φτωχότερων, που δεν έχουν να τραφούν, να ντυθούν και να ζεσταθούν σ’ Ελλάδα κι Ευρώπη, οι ρομά υπεραντιπροσωπεύονται και οι ρομνές ακόμη περισσότερο.
Στην άλλη μεριά της κοινωνίας οι καπιταλιστές συγκεντρώνουν ολοένα μεγαλύτερο μέρος του πλούτου και του εισοδήματος, ενώ έχουμε επίσης τους ολιγάρχες, δηλαδή τους πιο ισχυρούς και πλούσιους καπιταλιστές που πρακτικά βρίσκονται πάνω από το νόμο. Αυτοί πλουτίζουν εξοργιστικά περισσότερο απ’ όλους παντού στη Δύση, όχι μονάχα στην Ελλάδα.
Αρκεί να κατακτηθούν δικαιώματα;
Οι αδύναμοι συχνά ελπίζουν να βελτιώσουν τη θέση τους κατακτώντας δικαιώματα. Τα δικαιωματα συμπυκνώνουν την άποψη μιας κοινωνίας για το τι μπορούμε να ζητήσουμε από το κράτος. Είναι κεντρικό κομάτι, αλλά μόνον ένα κομάτι, του συνολικού δικαιικού συστήματος, ενώ αυτά που ονομάζουμε ανθρώπινα δικαιώματα είναι τα πιο κεντρικά και πολύτιμα απ’ όλα. Εδώ ας προσέξουμε κάτι σημαντικό. Τα δικαιώματα δεν παρέχουν στα υποκείμενά τους, σ’ εκείνους δηλαδή που τα δικαιούνται, άμεση αξίωση ικανοποίησης. Απλώς σου επιτρέπουν να ζητήσεις από την εξουσία να ικανοποιήσει αυτά που ζητάς. Επιπλέον αυτά που λέμε ανθρωπινα δικαιωματα δεν ειναι για όλους τους ανθρώπους πραγματικοτητα. Για την ώρα παραμένουν απλός στόχος, τον οποίο κάποιοι άνθρωποι και θεσμοί επιδιώκουν, ενώ άλλοι απεύχονται και πολεμούν.
Τούτο συγκρούεται με την πίστη πολλών πως έχουμε σήμερα δημοκρατικό κράτος δικαίου. Ωστόσο είναι εμπειρικά τεκμηριωμένο, δεν είναι απλή άποψη. Για παράδειγμα, κάποιοι βαφτίζουν άλλους ανθρώπους “λάθρο” ακριβώς για να τους στερήσουν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Το ελληνικό κράτος σήμερα δέχεται ότι όποιος βρίσκεται χωρίς χαρτιά στη χώρα δεν έχει ανθρώπινα δικαιώματα, μάλιστα μπορεί να κλειστεί χωρίς δικαστική απόφαση σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, το οποίο βεβαίως ονομάζεται διαφορετικά για ν’ αποφευχθούν δυσάρεστοι συνειρμοί, αλλά έχει χαρακτηριστικά στρατόπεδου συγκέντρωσης. Μέχρι πριν από μια γενιά το κράτος μας δεν έδινε ούτε στους ρομά “χαρτιά” και δικαιώματα. Παρόμοια και στις γυναίκες Ελλάδας κι Ευρώπης παλαιότερα δεν αναγνωρίζονταν δικαιώματα. Ο κόσμος όπου τ’ ανθρώπινα δικαιώματα θ’ αναγνωρίζονται σ’ όλες και όλους δεν είναι ο σημερινός κόσμος.
Η ιδέα του δικαιώματος ξεκινά από το αρχαίο ρωμαϊκό δικαίο, το οποίο παραμένει η βάση του δικαιικού μας συστήματος. Παλαιότερα οι κοινωνίες αντιλαμβάνονταν τ’ ανθρώπινα δικαιώματα σαν φυσικά δικαιωματα, που προέκυπταν από τ’ ότι, στο πλαίσιο της θρησκείας που τότε κυριαρχούσε, δηλαδή του χριστιανισμού, ο άνθρωπος πλάστηκε κατ’ εικόνα και ομοίωση του θεού. Μετά τη Γαλλική Επανάσταση συνήθως μιλάμε για δικαιώματα του ανθρώπου, τα οποία αρχικά αφορούσαν λίγους, βασικά πλούσιους λευκούς και χριστιανούς άνδρες, αλλά βαθμιαία επεκτάθηκαν και στις γυναίκες, τα παιδιά, τους φτωχους, τους μαύρους, τους ρομά και γενικά τους αδύνατους, ενώ σήμερα πλέον αναγνωρίζουμε δικαιώματα, ορθά πιστεύω, ακόμη και σε ζώα. Χωρίς να είναι νομοτελειακό κάτι τέτοιο, τ’ αναγνωρισμένα δικαιώματα διευρύνονται σταθερά, από τ’ αστικά στα πολιτικά και ήδη και στα κοινωνικά. Σήμερα μιλάμε για ανθρώπινα δικαιώματα τα οποία παλαιότερες εποχές δεν φαντάζονταν. Το πόσο βρίσκουν όμως εφαρμογή στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, οι περισσότεροι από τους οποίους δεν γράφονται στα νομικά βιβλία.
Τούτο συμβαίνει επειδή τα δικαιώματα είναι ιδέες, έννοιες, λέξεις, νοερές κοινωνικές κατασκευές, δεν είναι πράγματα ούτε κοινωνικές σχέσεις. Κάθε συγκεκριμένο δικαίωμα αναγνωρίζεται μονάχα μέσα σε μια συγκεκριμένη κοινωνία, ενώ άλλες κοινωνίες μπορεί να μην το φαντάζονται καν. Κανένα δικαίωμα δεν ισχύει από μόνο του. Κάποιος πρέπει κάθε φορά να το διεκδικεί κι επίσης κάποιος να το διασφαλίζει. Αυτοί οι κάποιοι είναι άνθρωποι, πολιτικές, ή ολόκληροι θεσμοί, και πάντοτε λειτουργούν μέσα σ’ ένα ευρύτερο σύστημα, το οποίο μπορεί να προάγει ή να μην προάγει το συγκεκριμένο δικαίωμα συγκεκριμένων ανθρώπων. Επιπλέον τα δικαιώματα συχνά συγκρούονται μεταξύ τους. Κάποιος πάντοτε αποφασίζει για την ιεράρχησή τους, τίνος δηλαδή τα δικαιώματα επικρατούν και ποιά υποχωρούν σε κάθε συγκεκριμένη περίσταση. Εξαρτούνται από πραγματικούς συσχετισμούς δυνάμεων, ιδίως ανάμεσα στις τάξεις και στα φύλα.
Δίκαιο και δύναμη
Η ρεαλιστική ανάλυση μας δείχνει πως αυτό που λέμε δικαιοσύνη, ο υπαρκτός θεσμος δηλαδη και όχι η αφηρημένη ιδέα της δικαιοσύνης, δεν είναι απλώς νόμοι και διατάξεις. Είναι ένα ολόκληρο σύστημα που έχει στη μια άκρη το σύνταγμα και τις διεθνεις συνθήκες, και στην άλλη εκτελεστικά όργανα όπως αστυνομία και δικαστικούς επιμελητές. Στο ενδιάμεσο βρίσκονται κάθε λογής νόμοι, καθηγητές, δικαστές, δικηγόροι, και άλλος κόσμος ακόμη. Το σύστημα είναι περίπλοκο, μάλλον χαώδες και αδιαφανές για τους απέξω, και η πρόσβαση σ’ αυτό δεν είναι δωρεάν. Τα δικαιώματα λοιπόν είναι όπλα μέσα σ’ αυτό το σύστημα, και ακόμη ευρύτερα. Μ’ αυτά τα όπλα διεξάγονται νομικές, πολιτικές και ιδεολογικές μάχες, και ακόμη και λογοθετικές μάχες, δηλαδή μάχες για το νόημα που δίνεται στην τάδε ή τη δείνα λέξη. Αλλα τα όπλα δεν λειτουργουν απο μονα τους. Τα δικαιώματα, όπως και όλο το δικαιικο σύστημα, χρειάζονται προσωπικο. Ανθρώπους που κάθε φορά τα εφαρμόζουν ή τ’ ακυρώνουν στην πράξη. Πολιτικό προσωπικό, νομικό προσωπικό δηλαδή δικαστές και δικηγορους, διαπραγματευτές, εκτελεστικά όργανα (δηλαδή μεταξύ άλλων αστυνομικούς), και άλλο κόσμο ακόμη.
Σε κάθε περίπτωση, για να διασφαλίσεις τα δικαιώματά σου χρειάζεσαι δύναμη. Ακόμη και όταν αυτά κοσμούν το σύνταγμα και δεν παλεύεις πλέον για νομικη κατοχύρωσή τους, μόνον η δύναμη επιβάλλει το σεβασμό τους από τους ισχυρούς, εφόσον ζεις σε κοινωνία όπου υπάρχουν ισχυροί και αδύναμοι. Σήμερα δεν έχουμε ακόμη κατοχυρώσει στοιχειώδη κοινωνικά δικαιώματα, και ακομη και τα κατοχυρωμένα παραβιάζονται εμφανώς, λόγου χάρη το δικαίωμα στη μόρφωση. Αυτό δεν γράφεται συχνά, αλλά το αντιλαμβανόμαστε εμπειρικά κοιτάζοντας γύρω μας.
Δυστυχως τα λεγόμενα ανθρώπινα δικαιώματα δεν αναγνωριζονται σ’ όλους τους ανθρώπους. Για παράδειγμα, πολλοί ρομά δεν έχουν να φάνε, να ντυθούν ή να ζεσταθούν, και παραμένουν ανήμποροι να βρούνε τρόπο να πάρουν τις ελάχιστες ενισχύσεις που έχουν οριστεί γι’ αυτούς. Μόνον ένα συλλογικό όργανο μπορεί να διεκδικήσει, οργανωνοντας και κερδίζοντας αγώνες, ενώ μεμονωμένα οι ρομά δεν μπορούν. Ούτε και κανένας άλλος αδυναμος. Ιστορικά οι αδύναμοι εξασφαλίζουν τα δικαιώματά τους με τη συλλογική οργάνωση. Ευτυχώς σήμερα η συνομοσπονδία όλων των ελλήνων ρομά, η Ελλάν Πασσέ, έχει πάρει το δρόμο του αγώνα.
Πού βρίσκουν δυναμη οι αδύναμοι;
Η δυναμη των ισχυρων βρίσκεται στην περιουσία που κατέχουν, στη γνωση που έχουν επειδή είναι “μέσα στα πράγματα”, στον έλεγχο των μηχανισμών του κράτους και της αγοράς, στ’ ότι γι’ αυτούς δουλεύει το καθεστώς. Ωστόσο αρκετές φορές χάνουν το παιχνίδι. Η δύναμη των αδύναμων πού βρίσκεται; Η ιστορία δείχνει ότι βρίσκεται πρωτα πρωτα στη συλλογικότητα. Μόνον η συλλογική κινητοποίηση και οργάνωση επιτρέπουν στους αδύναμους ν’ αντιμετωπίσουν τους ισχυρούς. Αντίθετα, όποτε κινούνται με ατομικισμό και ιδιοτέλεια, χάνουν αυτοί το παιχνίδι. Επίσης δύναμη δίνει η γνώση, ή μάλλον καλύτερα, η αδυναμία των αδύναμων είναι μεταξύ άλλων συνάρτηση της έλλειψης γνώσης, και κατεξοχήν πολιτικής γνώσης συγκεκριμένης κι εντοπισμένης. Για να δυναμώσουν πρώτα πρώτα πρέπει να μάθουν να κινουνται ρεαλιστικά με βάση τη θεμελιώδη πολιτική διάκριση, που είναι η διάκριση φίλου/εχθρού. Το να ξεχωρίζεις εχθρό από φίλο είναι η πιο πολύτιμη γνώση στην πολιτική αρένα και σε πολλές όψεις της ζωής γενικά. Επίσης βρίσκεται στο να οργανώνονται συλλογικά. Επίσης στο να βρίσκουν συμμάχους. Επίσης στο να ξέρουν να διαπραγματεύονται, αλλά και να συγκρούονται.
Με δυο λόγια, η δύναμη των αδύναμων βρίσκεται σ’ αυτο που κάποτε ονομαζόταν πολιτική αρετή. Η αρετή για παλαιότερους πολιτικούς φιλόσοφους, όπως τον Μακιαβέλι, ήταν η δύναμη να δαμάσεις την τύχη, ήταν δηλαδή ηθική αρετή, που καθοδηγούσε τη δράση για το κοινο καλό. Αλλά και σήμερα οι ρεπουμπλικάνοι -δεν ανήκουν πάντοτε στην αριστερά αυτοί- τονίζουν πως η αρετή δεν είναι ηθική, αλλά πολιτική. Είναι το αντίθετο της διαφθοράς. Ποτέ δεν είναι δεδομένη ούτε διασφαλίζεται από μηχανισμούς ή θεσμούς, αλλά πάντοτε παραπέμπει στην ποιότητα των ζωντανών ανθρώπων. Δύσκολα φαντάζεται κανείς τους ρομά να βελτιώνουν τη θέση τους χωρίς πολιτική αρετή.
Κράτος δικαίου χωρίς πολιτική αρετή δεν υφίσταται, μας λεν οι ρεπουμπλικάνοι, όσο τέλειοι και αν ειναι οι νόμοι που γράφουν τα χαρτιά. Επίσης δημοκρατία, δηλαδή republic (ή αλλιώς, στα ελληνικά, κοινοπολιτεία), δεν υφίσταται σε συνθήκες ανισότητας. Χωρίς αρετή δεν έχεις ούτε ελευθερία ούτε ασφάλεια. Αν δέχεσαι να είσαι σκλάβος έχεις τη μοίρα των σκλάβων. Στην Ελλάδα έχουμε πολύτιμη παρακαταθήκη, να ζούμε σε κράτος φτιαγμένο από ανθρώπους που αρνήθηκαν να είναι σκλάβοι, κράτος που γεννήθηκε μέσα από επανάσταση, που φέτος γιορτάζουμε τα διακόσια χρόνια της. Λίγες τέτοιες χώρες υπάρχουν στον κόσμο. Και στην Ελλάδα όμως έχουμε πλέον ολιγάρχες, κι εξ ορισμού εκεί όπου υπάρχουν ολιγάρχες δεν υπάρχει δημοκρατία.
Τι σημαίνει πολιτική αρετή στην Ελλάδα του 2021; Η απάντηση μας αφορά όλους και όλες μας. Δεν μιλάμε εδώ θεωρητικά, αλλ’ απαντώντας στα σκληρά ερωτήματα που θέτει η ίδια η ζωή. Ωστόσο για να δώσεις απάντηση σ’ ένα πολιτικό πρόβλημα πρέπει πρώτα πρώτα να διατυπώσεις καθαρά το ερώτημα, να ξέρεις τι ακριβώς ζητάς. Επίσης πρέπει να δεις καθαρά την κατάσταση, δηλαδή τους συσχετισμούς δυνάμεων, και το ποιοί είναι εχθροί και ποιοί φίλοι. Συνήθως δίνεις καλύτερη απάντηση όταν γνωρίζεις τι έγινε σ’ άλλες ανάλογες περιπτώσεις, δηλαδή ποιές επιλογές έφεραν νικές και ποιές ήττες γι’ άλλους ανθρώπους που βρίσκονταν σε θέση ανάλογη με τη δική σου. Δηλαδή όταν ξέρεις ιστορία. Έχουν ζωτική σημασία για τους ρομά όλα αυτά τα ζητήματα.
Πολιτική αρετή λοιπόν σημαίνει πρωτα πρωτα γνωρίζω τους φίλους μου και τους εχθρούς μου. Στην πολιτική ο εχθρός συχνά προσποιείται τον φίλο, και άλλο τόσο συχνά περιφρονούμε το χέρι βοήθειας που δίνει ο διπλανός μας. Λάθος εκτιμήσεις εδώ, από υπερβολική ευπιστία ή δυσπιστία, φέρνουν καταστροφικά αποτελέσματα. Εμμονές σε στερεότυπα και προκαταλήψεις σε δίνουν δεμένο χειροπόδαρα στον εχθρό σου, ή σε κρατούν μακριά από φίλους ή συμμάχους που θέλουν και μπορούν να βοηθήσουν. Για παράδειγμα, στον Μεσοπόλεμο τα εγκληματικά σχέδια του Χίτλερ για το Ολοκαύτωμα τα βοήθησαν, άθελά τους βέβαια, περισσότερο από τους συντηρητικούς εβραίους που αδιάκοπα τονίζαν ότι λύκοι κυκλοφορούν ολόγυρα, κάποιοι φιλελεύθεροι εβραίοι που, συγχέοντας επιθυμίες με πραγματικότητα, νόμιζαν ότι η νομικά θεσπισμένη ισονομία σήμαινε πραγματική προστασία για όσους είχαν μπει στο στόχαστρο του αντισημιτισμού. Σήμερα πολλοί καλοπροαίρετοι φιλελεύθεροι κάνουν το ίδιο λάθος. Πόσο πράγματι προστατεύει τους ρομά ότι κατέκτησαν τυπική ισονομία;
Πολιτική αρετή επίσης σημαίνει γνωρίζω να συγκροτώ αποτελεσματικά το στρατόπεδό μου, με τρόπους συμβολικούς όσο και πρακτικούς. Ειδικά οι ρομά και η αριστερά στη σημερινή Ελλάδα καλούνται να δείξουν πολιτική αρετή απαντώντας στα ζωτικά προβλήματα που θέτουν η ολιγαρχική συγκρότηση του κράτους, η λαϊκή αποκινητοποίηση, ο θεσμικός ρατσισμός, η πανδημία και η οικονομική κρίση. Απαντήσεις εδώ δεν υπάρχουν ίδιες για όλες και όλους, ούτε μπορούν να δοθούν μια και καλή. Αναγκαστικά είναι απαντήσεις πολιτικές, μεταβάλλονται με τον καιρό κι εξαρτούνται από εξωτερικές περιστάσεις. Ωστόσο τα ίδια τα ερωτήματα είναι αναπόδραστα, και ίσως μάλιστα το να τεθούν καθαρά βαραίνει περισσότερο από τις απαντήσεις που εκάστοτε δίνονται.
Ρομά, γύφτοι, τσιγγάνοι
Πρώτα πρώτα, πρέπει ν’ απαντήσουμε, με ποιά έννοια είμαστε όλες και όλοι, όλος ο ελληνικός λαός το 2021, ενωμένοι και πώς μας χωρίζουν η τάξη, το φύλο, και το αν είμαστε ρομά ή μπαλαμοί; Από ποιές απόψεις έχουμε όλες και όλοι κοινή μοίρα και πού οι δρόμοι μας χωρίζουν; Με ποιούς τρόπους αγωνιζόμαστε από κοινού, κι ενάντια σε ποιούς; Για ποιούς στόχους αγωνιζόμαστε από κοινού και τι θυσίες καθενός απαιτεί η ενότητα; Πώς αντιμετωπίζουμε την εκμετάλλευση και την καταπίεση που δεχόμαστε έξω από τα όρια της κοινότητας, αλλά και μέσα σ’ αυτήν;
Το κομάτι του ελληνικού λαού που ονομάζονται ρομά έχουν ν’ απαντήσουν και κάποια ακόμη ερωτήματα. Πρώτα πρώτα, ρωτούν πολλοί ρομά, πώς θέλουμε να ονομαζόμαστε; Τ’ όνομα ενός λαού είναι ζήτημα πολιτικό, όχι επιστημονικό. Όλοι οι λαοί επιλέγουν κάποια στιγμή τ’ όνομά τους, για παράδειγμα, ο ελληνικός λαός δεν είχε το όνομα ελληνικός πριν από δυόμισι αιώνες. Ο γεωγραφικός χαρακτηρισμός Ελλάδα τότε αφορούσε τα μέρη που σήμερα ονομάζουμε Στερεά Ελλάδα, ενώ έλληνες χαρακτηρίζονταν οι μη χριστιανοί, οι ειδωλολάτρες. Ο Αδαμάντιος Κοραής ήταν εκείνος που πρότεινε να ονομαστούμε έλληνες, ιδέα που επικράτησε στην Επανάσταση του 1821. Υπήρχε και η άλλη άποψη, που άρεσε επίσης στον Κοραή και σε πολλούς άλλους, να ονομαζόμασταν γραικοί, επειδή έτσι μας ήξεραν στη Δύση. Τελικά διαλέξαμε τ’ όνομα έλληνες. Η τρίτη πρόταση ήταν να κρατήσουμε τ’ όνομα ρωμιοί, όπως λεγόμασταν στην Ανατολή ως και την εποχή του Διαφωτισμού, και όπως συνέχισαν να ονομάζονται εκείνοι που δεν απελευθερώθηκαν το 1821.
Ρωμιός πιθανώς σήμαινε το ίδιο πράγμα με ρομ, δηλαδή υπήκοος του κράτους που εμείς σήμερα ονομάζουμε Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αλλά εκείνη την παλιά εποχή που υπήρχε, χωρίς να έχει επίσημο όνομα, ονομαζόταν “το κράτος των ρωμαίων”, Imperium Romanum ή Senatus Populusque Romanus, δηλαδή οι άρχοντες και ο λαός της Ρώμης. Προσέξτε εδώ πως οι παλιοί γνώριζαν καλά ότι στην κοινωνία τους άλλο πράγμα ήταν ο λαός και άλλο οι άρχοντες, και δεν την έκρυβαν αυτή την πραγματικότητα κάτω από το χαλί, όπως συχνά κάνουμε εμείς σήμερα όταν μιλάμε για δήθεν δημοκρατία και ισονομία. Τον δέκατο τρίτο αιώνα, που υπήρχαν στη Μικρά Ασία πολλές σελτζουκικές ηγεμονίες, ρωμαίοι ονομάζονταν όλοι οι υπήκοοί τους, καθώς και οι υπήκοοι των χριστιανικών κρατών, όποια γλώσσα και αν μίλαγαν και όποια θρησκεία και αν είχαν, χριστιανοί, εβραίοι, ρομά και μουσουλμάνοι. Το ρομ δηλαδή, όνομα που χρησιμοποιούσαν τη βυζαντινή εποχή οι ρομά για τους εαυτούς τους, ήταν πιθανώς εκδοχή του ρωμιός. Δεν υπάρχουν μαρτυρίες πως οι σημερινοί ρομά ονομάζονταν ρομά προτού εγκατασταθούν στην τότε ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
Τι σημαίνουν τα ονόματα;
Αν λοιπόν οι έλληνες ρομά αναρωτιούνται σήμερα ποιό όνομα να διαλέξουν για τον εαυτό τους, το ίδιο έκαναν οι περισσότεροι έλληνες, ρομά και μη ρομά, πριν από δυόμιση αιώνες. Εδώ και χρόνια πολλοί απορρίπτουν τις ονομασίες τσιγγάνοι και γύφτοι, με τις οποίες ήταν παλιότερα γνωστοί στο κράτος και στους άλλους. Το κάνουν πρώτα πρώτα επειδή ιστορικά δεν τις χρησιμοποιούσαν οι ίδιοι, αλλά οι σύνοικοι λαοί γι’ αυτούς, κι επίσης επειδή συνδέονται με αρνητικά στερεότυπα και συχνά λέγονται σαν βρισιές. Το τι όνομα θα διαλέξουν είναι ζήτημα σημαντικό.
Οι ρομά γνωρίζουν ότι στον κόσμο μας ο εθνικός χαρακτηρισμός δυσκολεύει ή διευκολύνει τη ζωή. Δεν ξεχνούν ότι σήμερα, το να πεις πως είσαι έλληνας σου δίνει στην Ελλάδα δικαιώματα, επομένως δεν επρέπει ν’ απεμποληθεί. Άλλο τόσο γνωρίζουν πως λέγοντας πως είσαι ρομά δημιουργείς αλληλεγγύη μ’ εκατομμύρια ρομά της Ευρώπης, αντί να μένεις ομάδα περιθωριοποιημένη και ανίσχυρη στα χέρια του ελληνικού κράτους. Το έλληνας τσιγγάνος θεωρητικά σε νομιμοποιεί περισσότερο απέναντι στο ελληνικό κράτος, καθώς αποφεύγει το κοινό όνομα του λαού, αλλά σε ξεκόβει από τους υπόλοιπους ρομά. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο το προτιμά ο συντηρητικός πυρήνας του ελληνικού κράτους. Ίσως το έλληνες ρομά να είναι η καλύτερη λύση, επειδή τονίζει τόσο την ελληνική πολιτειότητα όσο και τη ρομανική πολιτισμική ταυτότητα, αλλ’ αυτό θα το αποφασίσουν οι ίδιοι οι ρομά και οι ρομνές και κανένας άλλος.
Σε πρόσφατο συνέδριο ένας έλληνας ρομά δήλωσε κάτι εντυπωσιακό. “Είμαστε έλληνες τσιγγάνοι”, είπε, “αλλ’ αν κάποια στιγμή υποχρεωθούμε να διαλέξουμε ανάμεσα στα δυο, τότε θα διαλέξουμε το έλληνες”. Εντυπωσιακό πρώτα πρώτα επειδή είναι δίλημμα που δεν αφορά εκείνους τους έλληνες που δεν είναι ρομά. Κανένας θεσσαλός ή κεφαλονίτης ή θεσσαλονικιός, ας πούμε, δεν καλείται να διαλέξει ανάμεσα σ’ αυτή την ταυτότητα και την ταυτότητα του έλληνα. Το δίλημμα να διαλέξεις πλευρές της ταυτότητάς σου και ν’ απορριψεις άλλες δεν αφορά ελεύθερους ανθρώπους. Η φυσική απόκριση σε κάποιον που σε καλεί ν’ απορρίψεις μέρος της ταυτότητάς σου είναι “είσαι εχθρός μου, και δεν το συζητάμε. Θα χτυπηθούμε!” Είναι άσχημο σημάδι να κυκλοφορούν τέτοιες αντιλήψεις μεταξύ των ρομά, καθώς δείχνει ότι κάποιοι έχουν εσωτερικεύσει απαράδεκτη καταπίεση, στα όρια του μίσους για τον ίδιο τον εαυτό σου. Αυτό είναι συνηθισμένο χαρακτηριστικό καταπιεσμένων ομάδων, που η εθνική τους νομιμοφροσύνη αμφισβητείται, αλλά δεν χαρακτηρίζει άλλες ομάδες που είναι κυρίαρχες ή προνομιούχες, ή και απλώς κανονικές.
Η ίδια η ιδέα πως θα μπορούσε κανείς να υποχρεωθεί να διαλέξει ένα από τα πολλά κομάτια της ταυτότητάς του δείχνει πως θεωρείται κάτι σαν σκλάβος, περιθωριακός, πολίτης δεύτερης κατηγορίας, ή κατά παραχώρηση άνθρωπος. Όταν λες πως διαλέγεις ανάμεσα στο έλληνας και στο ρομά, ό,τι και αν διαλέξεις, στην πραγματικότητα παύεις να είσαι κι έλληνας και ρομά. Αυτοτοποθετείσαι σε μια υποδεέστερη κατηγορία, καθώς είναι συστατικό στοιχείο της ταυτότητας των “κανονικών” ελλήνων να την θεωρούν απαραβίαστη, ενώ και η ρομανική ταυτότητα ανέκαθεν συμπεριλάμβανε το να ζεις ανάμεσα σε μπαλαμούς.
Μειονότητα;
Σε κάθε περίπτωση, πολλοί ρομά και ρομνές αναρωτιούνται, ποιές θέλουμε να είναι οι σχέσεις μας με τους μπαλαμούς και με το ελληνικό κράτος; Πώς απαντούμε στους έλληνες μπαλαμούς που δεν μας θεωρούν συμπατριώτες τους, και αυτοί δυστυχώς δεν είναι λιγοι, και ακόμη χειρότερα υπάρχουν και πολιτικοί που τους κανακεύουν; Πώς αντιμετωπίζουμε τον ολοένα εντονότερο ρατσισμό που εκδηλώνεται απέναντί μας, ρατσισμό προσωπικό και θεσμικό;
Με βάση το πώς απαντούν οι ρομά και οι ρομνές στα παραπάνω, κάποιοι ίσως θα ήθελαν να γίνονταν χωριστή μειονότητα, ενώ άλλοι σκέφτονται πως καλύτερα να προσπαθήσουν να βελτιώσουν τη θέση τους ως οργανικό κομάτι του ελληνικού λαού. Η αναδειξη της ρομανικης ταυτοτητας και η τονωση της ρομανικης αυτοπεποιθησης και περηφανειας, και κυρίως οι οικονομικές αλλαγές που είναι απαραίτητες για να βελτιωθει η θεση των ρομα στο πλαίσιο του ελληνικού κράτους, δεν χρειάζονται μειονοτική υπόσταση.
Ας πω καθαρά, από τη σκοπιά ενός μπαλαμού αριστερού ιστορικού που συντάσσεται αποφασιστικά με τους ρομά, ότι εγώ πιστεύω στη δεύτερη λύση. Αλλά και πάλι οι ρομά και μόνον οι ρομά θ’ αποφασίσουν για τους εαυτούς τους, και κανένας άλλος.
Οι ρομά και οι ρομνές που έχουν ασχοληθεί με το ζήτημα γνωρίζουν καλά ότι, πέρα απ’ όλους τους άλλους ουσιαστικούς λόγους, στη δική τους περίπτωση η διεκδίκηση μειονοτικής υπόστασης είναι ριψοκίνδυνη και μάλλον ατελέσφορη. Για πολλούς λόγους και κυριως επειδη, αντίθετα απ’ ό,τι συμβαίνει με άλλες μειονότητες, οι ρομά δεν έχουν κανένα κρατος πάτρωνα, που θα ενδιαφερόταν δηλαδή, για δικούς του λόγους, να στηρίξει μια ρομανική μειονότητα. Στον σημερινό κόσμο αποτελεσματική στήριξη μειονοτήτων χωρίς κράτος πάτρωνα δεν υπάρχει, και αυταπατώνται όσοι φαντάζονται ότι θα μπορούσε η Ευρωπαϊκή Ένωση να έπαιζε τέτοιο ρόλο. Θα ήταν ιστορικό λάθος λοιπόν αν οι ρομά πόνταραν σε μια ανύπαρκτη εξωτερική υποστήριξη. Ακόμη και θερμοί υποστηρικτές της ΕΕ, όπως ο φίλος και συνάδελφος και κατεξοχήν ειδικός στο ζήτημα Γιάννης Παπαγεωργίου, συνάδελφός μου στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών, παραδέχονται ότι στην πραγματικότητα λίγα πράγματα μπορεί να κάνει η Ευρωπαϊκή Ένωση για την πρακτική κατίσχυση των δικαιωμάτων των ρομά στην Ελλάδα.
Κομάτι του ελληνικού λαού
“Δεν είμαστε ξεχωριστός λαός”, τονίζει ένας επιφανής ρομά, ο Γιάννης Γεωργίου, “είμαστε κομάτι της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ελληνικού λαού”. Ως ιστορικός κι εγώ βεβαίως συμφωνώ, και συνολικά η προσέγγιση που εδώ παρουσιάζω στηρίζεται σ’ αυτήν ακριβώς την ιδέα, ότι δηλαδή οι ρομά είναι οργανικό κομάτι του ελληνικού λαού και τέτοιο ήταν πάντοτε τα χίλια χρόνια που ζούνε μαζί του και ανάμεσά του. Ωστόσο η πραγματικότητα δεν αποτυπώνεται πάντοτε στην εθνική αφήγηση.
Έχουμε σήμερα από τη μια μεριά την επίσημη ιστορία, που σπάνια μιλά για τους ρομά, καθώς και λαϊκές αφηγήσεις συντηρητικής απόχρωσης που συνεχίζουν να θεωρούν τους ρομά ξένους. Η διάδοσή τους αποτυπώνεται στον μικρό αριθμό γάμων μεταξύ ρομά και μη ρομά, κι εδώ ας θυμηθούμε ότι συνδέεται το πόσο συχνά δυο ομάδες παντρεύονται μεταξύ τους με το αν θεωρούν πως ανήκουν στον ίδιο λαό. Στην άλλη μεριά έχουμε διαφορετικές αφηγήσεις των ίδιων των ρομα, που σε μεγάλο βαθμό αγνοούν την παλιότερη ιστορία τους, αλλά και πάλι τονίζουν κάτι πολύ σωστό, ότι δηλαδή, παρ’ όλες τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητές τους, είναι αναπόσπαστο κομάτι του ελληνικού λαού και συμμερίζονται τον πολιτισμό και τις αγωνίες του, την οικονομική του ζωή και την καθημερινότητά του.
Οι ρομά θα έπρεπε κατηγορηματικά να είχαν αναγνωριστεί ως μέρος του ελληνικού έθνους από τότε που φτιάχτηκε, τον καιρό του Διαφωτισμού και της Ελληνικής Επανάστασης. Και τούτο μολονότι η Επανάσταση αφορούσε αμεσα τους ρομά, που συνέχιζαν τότε να πουλιούνται και ν’ αγοράζονται ως σκλάβοι στη Μολδοβλαχία. Συνήθως δεν συνδέεται με τους ρομά, ενώ φυσικά θα έπρεπε, το γεγονός ότι αμέσως μετά την Επανάσταση η δουλεία στην Ελλάδα καταργήθηκε πανηγυρικά, με άμεσα μέτρα και αργότερα με αναλυτικες διατάξεις που προβλέπαν ότι “[ε]ις την Ελληνικήν Επικράτειαν ούτε πωλείται, ούτε αγοράζεται άνθρωπος, αργυρώνητος δε παντός γένους και πάσης θρησκείας άμα πατήσας το Ελληνικόν έδαφος είναι ελεύθερος και από τον δεσπότην αυτού ακαταζήτητος” (Σύνταγμα του Άστρους ή αλλιώς Νόμος της Επιδαύρου, 1823).
Ωστόσο το ελεύθερο κράτος που φτιάχτηκε μετά το 1821 ήταν συνάμα καπιταλιστικό κράτος. Κύριο μέλημά του έγινε μετά την Επανάσταση η αναπαραγωγή του κεφαλαίου, και η οργάνωση της εκμετάλλευσης των πολλών από τους λίγους. Η διαδικασία προλεταριοποίησης των αδύναμων ομάδων εν μέρει έγινε μέσω της αγοράς, η οποία τις κράτησε στο περιθώριο, κι εν μέρει άμεσα από το κράτος, που απέφυγε να τούς προσφέρει ωφελήματα που περισσότερο ή λιγότερο γενναιόδωρα παρείχε σε άλλες ομάδες. Καθώς μάλιστα ο καπιταλισμός περιοδικά γνωρίζει οικονομικές κρίσεις, χρειάζεται στη βάση της κοινωνίας στρώματα που ν’ απορροφούν τους κραδασμούς, ώστε να εξασφαλίζεται η νομιμοφροσύνη των υπόλοιπων. Οι ρομά έγιναν τέτοιο στρώμα κι έμειναν σ’ αυτήν τη θέση επί διακόσια χρόνια, ενώ άλλα στρώματα, λόγου χάρη οι κολήγοι, οι φτωχοί αγρότες, άλλες εθνοτικές ομάδες ή οι πρόσφυγες, βαθμιαία ξέφυγαν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό.
Με μικρά διαλείμματα, η κοινωνική πόλωση συνέχισε να εντείνεται τους δυο αιώνες που μεσολάβησαν, με αποτέλεσμα να βρίσκεται πλέον σε ιστορικά πρωτοφανή επίπεδα. Ενώ τον καιρό της Επανάστασης η ζωή των ρομά δεν διέφερε αισθητά από του υπόλοιπου ελληνικού λαού, σήμερα χάσμα την χωρίζει από τη ζωή των περισσότερων, καθώς από κάθε λογής απόψεις οι ρομά βελτίωσαν τη θέση τους πολύ λιγότερο απ’ ό,τι τα υπόλοιπα κομάτια του λαού. Συνάμα στην άλλη άκρη της κοινωνίας εδραιώθηκε μια καπιταλιστική ολιγαρχία η οποία συνεχίζει ν’ αποσπά, μέσω της εκμετάλλευσης και του ελέγχου του κράτους, πολύ περισσότερο πλούτο κι εξουσία απ’ ό,τι οι υπόλοιποι. Κάτω απ’ όλους βρέθηκαν μάλιστα οι ρομνές, καθώς ο καπιταλισμός εκτός από τον ρατσισμό ενίσχυε και την πατριαρχία.
Αντιρομανισμός και ρομανική ενότητα
Στην πραγματικότητα είναι ρατσιστικό σκάνδαλο ότι η ελληνική πολιτειότητα αναγνωρίστηκε μόνον το 1979 στους ρομά, και ακόμη και σήμερα την στερούνται χιλιάδες ρομά και ρομνές που οι οικογένειές τους ζούν στην Ελλάδα ως κομάτι του ελληνικού λαού αφότου υπάρχει ελληνικό κράτος. Αυτό δεν συνέβη τυχαία, αλλά συνδέεται με μια ειδική μορφή ρατσισμού διαδεδομένη στη χώρα μας, τον αντιρομανισμό ή αντιτσιγγανισμό, ο οποίος μάλιστα συχνά λειτουργεί ως θεσμικός ρατσισμός.
Δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τους ίδιους τους ρομά το τι θ’ αποφασίσουν ούτε το αν αποτελούν κομάτι του ελληνικού λαού. Άλλο τόσο μετρά το πώς πράγματι τους αντιμετωπίζουν οι υπόλοιποι έλληνες και το κράτος. Για να γίνουν δεκτοί ως έλληνες πρέπει δηλαδή να τους δέχεται ως κομάτι του και ο υπόλοιπος ελληνικός λαός αλλά και το κράτος, και τούτο προσώρας δεν είναι σαφές.
Το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού λαού ευτυχώς μοιάζει να δέχεται πλέον τους ρομά ως κομάτι του. Από την άλλη μεριά οι έλληνες ρατσιστές, που είναι ισχυρή μεν μειοψηφία δε, επιμένουν ότι δήθεν οι ρομά δεν ανήκουν στον ελληνικό λαό. Όσο δεν υπάρχει πρόταση εξόδου απο την κρίση μ’ εξισωτικό πρόσημο, τόσο η δεξιά και η άκρα δεξιά θα δυναμώνουν και θα σκληραίνουν, ενώ η θέση των ρομά και των άλλων αδύναμων ομαδων θα χειροτερεύει. Αποτέλεσμα μεταξύ άλλων θα είναι να ενισχύονται και στους κόλπους αυτών των ομάδων οι τάσεις για εξασφάλιση τουλάχιστον εκείνων των νομικών εγγυήσεων που προστατεύουν τις μειονότητες.
Εκτός από τον λαό υπάρχει και το κράτος, το οποίο έχει τη δική του λογική και ιστορία, καθώς και τις δικές του προτεραιότητες οι οποίες δεν αποτυπώνουν πάντοτε τις λαϊκές. Το ελληνικό κράτος τις τρεις τελευταίες δεκαετίες τυπικά δέχεται τους ρομά ως κομάτι του ελληνικού λαού, δηλαδή αφότου τούς αναγνώρισε την ελληνική πολιτειότητα, αλλά βεβαίως στην πράξη δεν το κάνει πάντοτε.
Αλληλένδετο ερώτημα είναι το πώς συνδέονται οι έλληνες ρομά με τους υπόλοιπους ρομά της Ευρώπης, ιδίως μέσα από τις πολιτισμικές και πολιτικές τους οργανώσεις, κι επίσης το πώς συνδέονται με κείνους τους ρομά που ζούνε στην Ελλάδα αλλά δεν έχουν ελληνική υπηκοότητα ή υπηκοότητα Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εδώ ας θυμόμαστε ότι μόνο με την αλληλεγγύη και τη συλλογικότητα μπορούν οι ρομά ν’ αποκτήσουν αρκετή δύναμη για να διεκδικήσουν ως ομάδα τα δικαιώματά τους.
Η αλληλεγγύη είναι απαραίτητη, όχι μόνον επειδή είναι σωστή, αφού όλοι άνθρωποι είμαστε και κατά τεκμήριο ανήκουμε στην εργατική τάξη, αλλά και για λόγους πρακτικούς. Εντούτοις ρομά και μη ρομά που συνδέονται με συντηρητικές ιδέες ή κόμματα προσπαθούν με κάθε τρόπο να τονίσουν τις διαφορές ανάμεσα στους ρομά που έχουν ελληνική πολιτειότητα και τους υπόλοιπους ρομά που ζουν στη χώρα, ώστε αφενός να τους διασπάσουν και αφετέρου να προσεταιριστούν τους μεν και να περιθωριοποιήσουν τους δε.
Άλλο τόσο καταστροφικοί για την ενότητα, κι επομένως την ισχύ των ρομά, είναι οι κάθε λογής διαχωρισμοί που αναπαράγονται ακόμη και μεταξύ των ρομά που έχουν ελληνική πολιτειότητα, ανάλογα με την τοπική ή πολιτισμική προέλευση, τη διάλεκτο, το αν είναι εδραίοι ή ζουν σε καταυλισμούς. Διαχωρισμοί οι οποίοι συστηματικά καλλιεργούνται από κρατικούς φορείς και από κάθε λογής μικροεξουσίες.
Τα διλήμματα της πολιτικής οργάνωσης
Κι ερχόμαστε τώρα στο τελευταίο ζωτικό ερώτημα, το οποίο αντιμετωπίζουν σήμερα ρομά και ρομνές σ’ όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και ιδίως σε κείνες όπου δεν θεωρειται αυτονόητη η συμμετοχή τους στον εθνικό κορμό. Άραγε πρέπει να επιδιώξουν χωριστή πολιτική οργάνωση ή μήπως να ενταχθούν στην πολιτική ζωή των μπαλαμών; Και αν επέλεγαν το δεύτερο στην ελληνική περίπτωση, τότε θα έπρεπε να συντάσσονταν με κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα ή τοπική παράταξη, ή αντίθετα να διαχύνονταν σ’ όλα τα κόμματα, φυσικά μ’ εξαίρεση τα φασιστικά και χιτλερικά τύπου Χρυσής Αυγής; Ή μήπως θα έπρεπε καλύτερα να έφτιαχναν δικούς τους πολιτικούς φορείς, όχι απλώς κοινωνικούς, και να επιδίωκαν συμμαχίες με άλλες λαϊκές ομάδες; Όπως περίπου έκαναν μαύροι και άλλοι στις ΗΠΑ; Και ποιοί ακριβώς θα έπρεπε να ήταν οι πολιτικοί στόχοι ενός τέτοιου φορέα;
Όλα αυτά τα ερωτήματα παραμένουν ανοιχτά τουλάχιστον από το 1971, οπότε πραγματοποιήθηκε το Πρώτο Παγκόσμιο Συνέδριο των Ρομά. Καθώς οι ίδιοι οι ρομά έχουν δώσει διαφορετικές απαντήσεις στις ευρωπαϊκές χώρες, κομάτι του αναγκαίου στοχασμού εδώ είναι και η μελέτη κάθε χωριστής περίπτωσης. Οι απαντήσεις που δίνονται δεν μπορεί παρα να είναι συγκεκριμένες, δηλαδή ν’ αφορούν την κάθε χωριστή περίπτωση σε μια δεδομένη στιγμή. Δεν υπάρχουν σήμερα ούτε οι συνθήκες ούτε τα δεδομένα για να γίνουν γενικεύσεις.
Επιπλέον συντρέχουν και όλα τα γενικά προβλήματα της πολιτικής αντιπροσώπευσης, ένα μόνον από τα οποία ας αναφέρω εδώ, επειδή βρίσκεται δυστυχώς στο ελληνικό προσκήνιο αφότου ξέσπασε η οικονομική κρίση και όλα τα κυβερνητικά κόμματα εφάρμοσαν πολιτική κατάφωρα αντίθετη στις προεκλογικές τους διακηρυξεις. Πώς ρομά και ρομνές θ’ αποκτήσουν, ή μάλλον θα χτίσουν μοναχοι τους ή μαζί με άλλες ομάδες, πολιτική οργάνωση δημοκρατική και πιστή στην εντολή της, είτε αποκλειστικά δική τους είτε γενικά του ελληνικού λαού, που πράγματι θ’ αγωνίζεται για τα συλλογικά τους συμφέροντα και όχι για μικροσυμφέροντα και για την υποτελή τους ένταξη στο σύστημα;
Με ποιές στρατηγικές και τακτικές θα κατορθώσουν επιτέλους ρομά και ρομνές να εκλέξουν βουλευτές και τοπικούς άρχοντες; Πώς θα μπορέσουν ν’ αναδειχθούν επιτέλους σε θέσεις ευθύνης μέσα στις κάθε λογής κοινές οργανώσεις με τους μπαλαμούς και να μην μένουν φυλακισμένοι σε καθήκοντα διεκπεραιωτικά; Ρεαλιστικά κρίνοντας, όσο όλα αυτά δεν γίνονται, και η ισότιμη ένταξη στην ελληνική κοινωνία δεν προχωρά, τόσο περισσότερο εντείνεται η πίεση για συγκρότηση χωριστής ρομανικής μειονότητας. Αλλά όλ’ αυτά δεν πρόκειται ποτέ να γίνουν από μόνα τους, γιατί ο κόσμος μέσα στον οποίο ζούμε είναι οργανωμένος πάνω σε βάσεις που τ’ αντιστρατεύονται. Για να γίνουν, και είναι απαραίτητο να γίνουν, χρειάζεται οι ίδιοι οι ρομά και οι ρομνές να τα επιδιώξουν συστηματικά, έξυπνα, επίμονα και ανυποχώρητα.
Ρομνές
Σ’ όλην αυτή την πορεία, που θα ορίσει τη ζωή και τη θέση της ρομανικής κοινότητας τις ερχόμενες δεκαετίες, θα διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο οι ρομνές, και ακριβώς γι’ αυτό είναι εξαιρετικά ευοίωνο σημάδι η κινητοποίησή τους, που τα τελευταία χρόνια αποτυπώνεται σε κάθε λογής συλλογικές διαδικασίες. Για πολλούς λόγους και πρώτα πρώτα επειδή σ’ ολόκληρο τον κόσμο η συλλογική οργάνωση και οι λαϊκές διεκδικήσεις γίνονται ολοένα περισσότερο ζητήματα γυναικεία. Ιδίως στην αριστερή μαζική κινητοποίηση οι γυναίκες γενικά πρωτοστατούν, μολονότι αυτό δυστυχώς δεν αποτυπώνεται σε ισότιμη και δίκαιη συμμετοχή τους σε θέσεις ευθύνης.
Οι λόγοι της γυναικείας κινητοποίησης θυμίζουν εκείνους που κινητοποιούν γενικά και τους ρομά. Κοινωνικό σύστημα άδικο και αρτηριοσκληρωμένο, που εμποδίζει να βελτιωθεί η ζωή των πολλών. Ολοένα μεγαλύτερη απόσταση ανάμεσα σε καθημερινή πραγματικότητα της ζωής κι επίσημες διακηρύξεις. Διάψευση των ελπίδων που καλλιέργησε η κατάκτηση νομικής ισότητας, και ολοένα πλατύτερο χάσμα ανάμεσα σε πλούσιους που πλουτίζουν και φτωχούς που δεν παύουν να φτωχαίνουν. Εξάπλωση μισάνθρωπων αντιλήψεων με τη συστηματική στήριξη των ισχυρών αλλά και των μηχανισμών της αγοράς, και τόσα άλλα, που ανέκαθεν συνέβαιναν αλλά μονάχα πρόσφατα ήρθαν ευτυχώς στη δημόσια αντίληψη χάρη και στο ελληνικό #MeToo.
Καθώς ξεφτίζει η φιλελεύθερη υπόσχεση της αργής αλλά σταθερής προόδου, αδικημένες ομάδες όπως οι γυναίκες και οι ρομά διαπιστώνουν τα όρια των συμβολικών αλλαγών που παλαιότερα φάνταζαν σημαντικές. Βλέπουν πως, όταν μια ομάδα αγωνίζεται να βελτιώσει τη θέση της, δεν αρκεί ν’ αναδειχθούν τα πιο ικανά ή προνομιούχα μέλη της, ξεφεύγοντας έτσι από την κοινή μοίρα. Απεναντίας όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, και τα συστήματα εκμετάλλευσης και καταπίεσης συχνά το βοηθούν να συμβεί, οι άρχοντες ενισχύονται με νέο και ικανό αίμα, ενώ ο λαός απλώς χάνει τα πιο πολύτιμά του μέλη, που περνούν έτσι στην υπηρεσία του εχθρού. Δεν βοήθησε τους αμερικανους μαύρους ότι ο Μπαράκ Ομπάμα έγινε πρόεδρος, αφού στα οχτώ χρόνια της προεδρίας του όλοι οι μετρήσιμοι δείκτες της κοινωνικής τους θέσης χειροτέρευσαν.
Όταν τα πράγματα βελτιωνονται για κάποιους αλλά δεν καλυτερεύουν για τους πιο αδύναμους, τότε οι τελευταίοι μένουνε πίσω και η πραγματική τους θέση χειροτερεύει. Για παράδειγμα, όταν ιδρύθηκε το ελληνικό κράτος όλος ο λαός ήταν αγράμματος. Δίνοντας προτεραιότητα στη μόρφωση οι αρχές έχτισαν ένα δίκτυο πρωτοβάθμιων σχολείων πρότυπο για την εποχή του, και μάλιστα νομοθέτησαν πρωτοποριακά την ισότιμη πρωτοβάθμια εκπαίδευση ανδρών και γυναικών. Ο νόμος όμως δεν εφαρμόστηκε και αργότερα καταργήθηκε. Μέσα σε μερικές δεκαετίες από την Επανάσταση ένα αξιόλογο κομάτι των νέων ανδρών είχε μάθει γραφή και ανάγνωση, αλλά οι γυναίκες έμεναν σχεδόν στο σύνολό τους αναλφάβητες, ενώ το ίδιο συνέβη και στους ρομά, άντρες και γυναίκες, δηλαδή έμειναν απέξω. Η πρόοδος λοιπόν που δεν τους αφορούσε όλους, στην πραγματικότητα χειροτέρευσε τη θέση των ρομά και όλων των γυναικών, πρώτα πρώτα σε σχέση με τις υπόλοιπες ομάδες και μερικές φορές και απόλυτα. Στη νέα οικονομία που αναπτυσσόταν, πρόσβαση είχαν κυρίως οι μορφωμένοι άντρες, ενώ η απόστασή τους από τους υπολοίπους, λόγου χάρη από τους ρομά και ακόμη και από τις ίδιες τους τις γυναίκες, μεγάλωσε. Την ιστορία τη λέει ωραία η Ελένη Βαρίκα στο κλασικό Η εξέγερση των κυριών (Κατάρτι, Αθήνα 2 1996).
Δεν θα βοηθήσει λοιπόν τις ρομνές αν κάποιοι ρομά γίνουν αύριο βουλευτές ή πλούσιοι επιχειρηματίες, ούτε καν αν βελτιωθεί συνολικά η θέση των ρομά χωρίς να λυθούν τα ιδιαίτερα προβλήματα που οι ίδιες αντιμετωπίζουν. Ουσιαστικοί αγώνες είναι κείνοι που βελτιώνουν τη θέση των πιο αδύναμων. Μόνον όταν οι συλλογικοί δεσμοί δυναμώνουν καλυτερεύει πραγματικά η θέση ολόκληρης της ομάδας κι ενισχύονται οι προοπτικές της μακροπρόθεσμα. Όταν αντίθετα ορισμένοι βελτιώνουν τη θέση τους, αλλά η συλλογικότητα σπάζει, έχουμε συνταγή υποδούλωσης. Τούτο συνέβη, για παράδειγμα, μεταπολεμικά στον ελληνικό λαό. Αποδείχθηκε ανήμπορος ν’ αντιμετωπίσει τη συνολική χειροτέρευση της θέσης του στην οικονομική κρίση όταν έληξαν οι πρώτες δεκαετίες οικονομικής μεγέθυνσης, στην πορεία των οποίων οι συλλογικοί δεσμοί εξασθένησαν και η θέση της ολιγαρχίας εδραιώθηκε.
Η απελευθέρωση των ρομνών και των ρομά είναι αναπόσπαστη από την κατάργηση των εδραιωμένων ρατσιστικών διακρίσεων κι επίσης, σε μεγάλο βαθμό, ζήτημα ταξικό κι έμφυλο. Τα προαιώνια, πανίσχυρα και πανταχού παρόντα συστήματα σχέσεων που ορίζουν τον κόσμο μας, ο καπιταλισμός και η πατριαρχία, επίσης ορίζουν την καθημερινότητά μας και τους τρόπους που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο και τους ίδιους μας τους εαυτούς. Φτιάχνουν ιεραρχίες και διακρίσεις από τις οποίες κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει, καταδικάζοντας τους αδύναμους στη φτώχεια και την καταπίεση. Αυταπατώνται όσοι ρομά, και άλλες αδικημένες ομάδες, φαντάζονται πως κάποτε θα πάψουν να είναι αμορτισέρ του συστήματος βάζοντας στη θέση τους κάποιες άλλες. Καθώς πηγαίνει από κρίση σε κρίση ο καπιταλισμός χρειάζεται ολοένα περισσότερα αμορτισέρ.
Εν κατακλείδι
Δέν χειροτέρεψε τυχαία η θέση των ρομά στις χώρες που εντάσσονται στο σύστημα του καπιταλισμού εδώ και πέντε αιώνες, μέσα στους οποίους αυτό εξαπλώθηκε από την κοιτίδα του, στις χώρες του βόρειου Ατλαντικού, και κάλυψε την υδρόγειο.
Ούτε είναι τυχαίο ότι συχνά οι ισχυροί βαζουν τους ρομά σε αντιπαράθεση με άλλες αδύναμες ομάδες, λόγου χάρη τους πρόσφυγες. Το ίδιο κάνουν παντού και πάντοτε, με όλους και όλες. “Διαίρει και βασίλευε” είναι μια πολιτική τακτική που εκείνοι γνωρίζουν από αιώνες, αλλά οι υποτελείς συχνά δυστυχώς το ξεχνούν. Η εξουσία αυτοπροστατεύεται βάζοντας όλους τους υπόλοιπους να μαλώνουν μεταξύ τους, ώστε να την αφήνουν εκείνη ήσυχη. Γενικά μιλώντας, οι ρομά και όλες οι άλλες αδικημένες ομάδες πρέπει σοβαρά να σκεφτούν, και να δούν τι σημαίνει για τις πρακτικές τους επιλογές: άραγε αγωνιζόμαστε για βελτίωση αποκλειστικά της δικής μας θέσης, ή αντίθετα για βελτίωση της θέσης όλων όσοι βρίσκονται στον πάτο της κοινωνίας, κι ενώνοντας τη δική μας φωνή με των υπόλοιπων, έτσι ώστε να διεκδικήσουμε καλύτερα;
Το σημαντικότερο ερώτημα για το άμεσο μέλλον θα το απαντήσουν πάντως στην πράξη οι ίδιοι οι ρομά και οι ρομνές. Πώς θα φτιάξουν θεσμούς αυτομόρφωσης, αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας ώστε ν’ αποκτήσουν πραγματική δύναμη και να πάψουν επιτέλους να είναι το αμορτισέρ που απορροφά τους κραδασμούς της κοινωνίας; Ο αγωνας θα είναι μαραθωνιος, αλλά σίγουρα απαιτεί δημοκρατικη και αποτελεσματικη οργανωση, γυναικεια πρωτοβουλια, μορφωση, και σύνδεση με τους αγώνες όλων των άλλων που υποφέρουν από την καταπίεση και την εκμετάλλευση.
Χρήσιμη βιβλιογραφία
Jean-Pierre Liegeois, Nicolae Gheorghe, Minority Rights Group Report, Roma/Gypsies. A European Minority, μετάφραση από τα γαλλικά Sinéad ni Shuinéar, Minority Rights Group International, Λονδίνο 1995.
Λένα Διβάνη, “H κατάσταση των Τσιγγάνων στην Ελλάδα”, Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Αθήνα χ.χ. [2001].
Άννα Λυδάκη (επιμ.), Ρομά. Πρόσωπα πίσω από τα στερεότυπα, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2013.
Στάθης Γκότσης, Ρομά. Ιστορικές διαδρομές και σημερινές αναζητήσεις, Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, Βυζαντινό & Χριστιανικό Μουσείο, Αθήνα 2014.
George Soulis, «The Gypsies in the Byzantine Empire and the Balkan in the Late Middle Ages», Dumbarton Oaks Papers 15 [1961] σ.147-165.
Σεβαστή Τρουμπέτα, Οι Ρομά στο σύγχρονο ελληνικό κράτος, Συμβιώσεις αναιρέσεις απουσίες, Κριτική, Αθήνα 2008.
Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, “Έκθεση για τα δικαιώματα των τσιγγάνων”, Αθήνα 2009.
European Roma Rights Centre, Ambulance Νot on the Way. The Disgrace of Health Care for Roma in Europe, European Roma Rights Centre, Budapest 2006.
European Union Agency for Fundamental Rights, "The situation of Roma in 11 EU Member States. Survey results at a glance", Publications Office of the European Union, Luxembourg 2012.
Ian Hancock, Είμαστε ο λαός των ρομά, μετάφραση Παρασκευή Νεοκοσμίδου, επιστημονική θεώρηση κι επίμετρο Σπύρος Μαρκέτος, Τόπος, Αθήνα 2020 [2002].
Ευρωπαϊκό Κέντρο για τα Δικαιώματα των Ρομά και Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι, “Κοινή έκθεση για την Ελλάδα. Επιχείρηση καθαριότητας – Ο αποκλεισμός των Ρομά στην Ελλάδα”, Aθήνα 2003.
Το άρθρο σε αρχείο pdf, όπως δημοσιεύτηκε στο Τρίτο Τεύχος της επιθεώρησης Η Θεσσαλία στους Κοινωνικούς Αγώνες, Λάρισα 2021, σ.97-115, εδώ.
Πηγή: Έλληνες ρομά. Πολιτικοί δρόμοι διεκδίκησης